30 Ιαν 2012

Ευτυχία Παναγιώτου


Η Ευτυχία Παναγιώτου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1980. Σπούδασε φιλοσοφία στην Αθήνα και νεοελληνικά στο Λονδίνο. Εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων, ασχολείται με τη μετάφραση ποίησης και γράφει άρθρα σχετικά με τη λογοτεχνία σε περιοδικά και εφημερίδες. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, στα ιταλικά και στα γερμανικά. Έχει γράψει τη συλλογή ποίησης μέγας κηπουρός (Κοινωνία των (δε)κάτων, 2007)και τη  Μαύρη Μωραλίνα  (Κέδρος 2010) το οποίο ήταν υποψήφιο για στα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας στη Κύπρο το 2010.




Ο ΜΕΓΑΣ ΚΗΠΟΥΡΟΣ


το κεφάλι μου σύμπαν ολόκληρο


μου αρέσει να κοιτώ τις σκέψεις μου σαν χάνονται
στο διάστημα ορφανές και
ξαναβρίσκονται στο στόμα άλλων,
τις κινήσεις σαν μιμούνται αγριανθρώπων και
επιστρέφουν σε μένα ξένες.
ωραίες σαν το κεφάλι μου — εκσφενδονίζεται
συνένοχο.




ανείπωτες λέξεις 


φοβάμαι την κουκουβάγια στο λαιμό σου
τ’ ανείπωτα λόγια, πριν απ’ τον πυρπολισμό
τις αναβάσεις μας σε ράφια σαν βιβλία,
διανοητικές ανταλλαγές, ερωτευμένων ματιές,
κι όλα τα όνειρα που ξυπνούν τα βράδια,
περιπλανώμενες γάτες.
τα λόγια που ηχούν σαν βδέλλες
τα «έτσι είν’ η ζωή», τα «τι να κάνουμε;»
τα υγρά χαρτομάντιλα, τα σκισμένα γράμματα
τις φωτογραφίες τις ζεστές και τις κινούμενες
μνήμες, μνήμα·
το αξημέρωτο αύριο.
η σκουριασμένη κουκουβάγια στο λαιμό σου
το σπάραγμα των ονείρων μου
η κατακρεούργηση της γυναίκας
εντός μου: θύμησες θέλω θάνατος
η σκιά μου. 


η δικαιοσύνη σου δικαιοσύνη μου 


ο άνθρωπος που ξερίζωσε το σπίτι του
δεν ήμουν εγώ· φήμες ήταν πως είμαι προδότης.
γιατί τις ώρες που σηκωνόμουν χαράματα
ν’ ανοίξω την πόρτα, εκείνη έκλεινε
ορμητικά, με μίσος,
τα δάχτυλά μου σπάζοντας.
μένοντας μ’ ένα χέρι, το «κακό»,
έγραφα επιστολές, απεγνωσμένα,
προς ιερείς και φίλους και συντρόφους.
στα τελευταία, άρχισα να στέλνω απλώς επιστολές:
εξομολογήσεις δίκην δικαιοσύνης.
εξομολογήσεις για δικαιοσύνη.
εξομολογήσεις πνιγμένο δόντι.



Παραμιλητό 

κενός ο ύπνος,
όταν ξυπνάω βλέπω
το κεφάλι μου σ’ ένα πηγάδι
να φωνάζει,
ένας αχταρμάς
τα λόγια μου ανταποδόσεις
στη βασιλεία
του ασήμαντου και οι τύψεις
να εμποδίζουν
τα θέλω
το αύριο μοιάζει
αστραπή, θεός
απεμπολημένος στον τάφο 
μ’ ένα τριαντάφυλλο
–δεν το ’κοψες–
η αυτόματη ομιλία ο στόχος μου
στο κέντρο η καρδιά,
μες στα μαχαίρια!
μα χαμογελάει,
ένας κενός ύπνος κι όχι όνειρα,
τι εφιάλτης να μην έχω όνειρα!
ένας πανικός και τον ακούω
πανικός το ανεξέλεγκτο!
σε βλέπω.
φεύγεις φοβισμένος.
–αβοήθητη–




η γυναίκα παρακεταμόλη

θα μπορούσε να ήμουν εγώ εκείνη
η κατσαρίδα πέθανε τρέχοντας
γύρω από συνταγές μισοκαμένες.
τώρα λιωμένη έγινε πολτός μικρός και
μολυσμένο λίπασμα, η κάθε μέρα,
τόπος ξένος, δεν έχω πια πού να βαδίσω.
κλείνω τα μάτια, περπατώ σε σκοινιά,
να νιώθω τίποτα δεν θέλω η γυναίκα
ωθούμαι, στο τέρμα είσαι και χαμογελάς,
λες, μπροστά κοιτώντας δεν υπάρχει μέλλον.
τούτη η γνώση με γεμίζει δύναμη.




Προβολή 



με άγγιξες και δείλιασα.
ήτανε μια στιγμή αφύπνισης,
η στιγμή του χαμαιλέοντα χωρίς το δέρμα του.
η συγκίνηση του φόβου εντός μου — έρχεσαι.
αυτή που μένω είμαι σώμα, καρδιά που
έχω ήδη φύγει.
δεν δείλιασα: δεν με άγγιξες.
στα μάτια μου είχες διαβάσει δόλια. 


Αλφαβήτα 

η γραβάτα σου, λέξη δεμένη κόμπος στο λαιμό μου
ασφυκτικά απ’ το περίμενε, το μήλο θα σαπίσει
άγουρο, το μέλλον μου φοβάμαι παρελθόν μη γίνει
ξεχασμένο, όπως στα όνειρα, ζωή τυφλή θα ζω
νομίζοντας βηματισμούς πως κάνω προς τα εμπρός
ενώ αντίστροφα κοιτώντας το ρολόι υπολογισμούς
θα κάνω με ληγμένα γράμματα. 


Σύλβια 


αθετώ τις υποσχέσεις μας, μαμά.
όμως σήμερα σου γράφω, η μέρα είναι αλλιώς. 


το πρωί, τα πήγα καλά με τα ταξί.
ο οδηγός έδειξε να προτιμάει τις γυναίκες.
πήρα και μια μικρή αύξηση, για τις ιδέες μου, είπανε,
προτού τονίσουνε το πόσο νέα είμαι.
το μεσημέρι στο λεωφορείο, «έχεις μπροστά σου
μεγάλο δρόμο», μια ηλικιωμένη μού ψιθύρισε με νοσταλγία.
στα νιάτα της υπήρξε συγγραφέας, τώρα κυκλοφορεί
με μια σακούλα σκουπιδιών για το αεροδρόμιο,
με τα παλιά, επίσημά της ρούχα.
μου φαίνεται, ανταλλάξαμε χρόνια, μαμά· έχω ωριμάσει.
οι φίλοι με γνωρίζουν καλά στο μεγάλωμά μου, εσύ
θα με θυμάσαι στις παλιές μου δόξες. 


γιατί δεν κράτησα την υπόσχεση να σ’ τα λέω όλα
σου κρύβω τα μισά — θέλω κάποιος να μ’ αγαπάει ακόμα. 


προχθές κάποιος αλήτης με είπε αθώο κοριτσάκι
και πήγα σπίτι ψάχνοντας για κάποιο χάπι,
από την τόση ειρωνεία, μαμά, για να κοιμάμαι.
τρώω λίγο· στον ύπνο μου κυκλοφορούν φαντάσματα.
όμως, αγόρασα αδιάβροχο για τις καινούργιες μπόρες. 


έχω γίνει μια γούβα από λάθη, μαμά.
καρδιά αδειανή, στην τσέπη νόμισμα
και το μυαλό μου στροβιλίζεται, εκκρεμότητα μεγάλη.
ο Α. μού είπε πως τα όνειρά μου είναι μεγάλα,
ο Β. μού είπε πως δεν έχω όνειρα μεγάλων,
λόγια πικρά, μετράω θύμησες· η ιστορία.
παραμονεύω με το κλεφτοφάναρο, μαμά,
κοιτώ έναν κόσμο που δεν κοιτά. 


έχω ετοιμάσει δυο ζωγραφιές να με θυμάσαι.
αθετώ τις υποσχέσεις μου, μαμά.
θα ’θελα να ’ξερες απλώς ότι φοβάμαι.



Μαύρη Μωραλίνα 

χαράζει το χέρι, πάει να πει νοσοκομείο 

στο βιβλίο μου ζωγραφίζω ένα τρίγωνο.
στην επάνω γωνία ο θεός, στην αριστερή η γάτα μου,
στη δεξιά το μολύβι.
είν' ένα μαγικό τρίγωνο
γιατί
σε μια προέκταση της μνήμης μου
ανεπιθύμητη
οι γραμμές ατονούν και χαλαρώνουν και κινούνται πέρα δώθε
κι ο θεός γίνεται μαύρη ιέρεια, η γάτα μου πάνθηρας,
το μολύβι μου στυλό. 
ο πάνθηρας αχόρταγος" ποθεί την ιέρεια,
το στυλό ανεξίτηλο' τον εκδικείται,
έτσι αφανίζονται τα άκρα
και σώζεται
μονάχο του το θηλυκό
ανίδεη από εξουσία
κέρδισε μια μάχη που αγνοούσε. 
λευκός θίασος — έλαχε σ' εμένα,
κάποιο δώρο θα 'ταν της ανάγκης,
που με το ραβδάκι της τώρα με βάζει να
παριστάνω την τρελή.
Απροπόνητη 
αφήνομαι σε κάτι που καλπάζει σαν τα γιατρικά μου
κόβω τα χαρτιά μου σκίζω τα θαυματουργά μου, μια κρύπτη
είσαι — Grotta Azzura(1) — και κάτι σαν γραμμή χαράζει
 νέα στραβή, κάτι συμβαίνει με το σχήμα αυτό — τρίγωνο
διαβολικό — δεν ζωγραφίζεται.


φάκελος «Μαύρη Μωραλίνα»: νέγρα πέταξε τσάι στο λιμάνι

                                                             ο πόνος μα μωραίνει (2)
                                                                Maurice Blanchot
ήταν μια Χοντρή Πέμπτη(3) , κι ένα στόμα πειναλέο
απ' την Πολωνία (απ' αυτά που γέρνουνε προς Γερμανία).
μπορεί και να 'ταν απλώς ένα μπούτι στην Ελλάδα,
από κείνα που μετανιώνεις που έφαγες.
δεν τρώμε κρέας, παρά μόνο τις άγιες 
«Μαναστατώνης», συστήνεσαι στ' αγγλικά              
«Μαναστατώνη», αποκρίνομαι στα γαλλικά.
γλώσσες-μάσκες' μιλάνε για πολιτισμό με-μέτρο
σου ρουφάω το αίμα με-το- σταγονόμετρο
είν' ευγενείς χειρονομίες, βολεύονται σε ημερολόγια.
την Πέμπτη τρώμε καλά, αλλά το μεγάλο δείπνο
είναι πάντα Κυριακή 
μια μέρα
άγια, ματωμένη.
κάπως έτσι με τα ενάντια,
στα λόγια μπορεί 
και δυο βασίλεια ένα νά — αν η σκιά τους δεν κάλπαζε —
πανικόβλητο κυνήγι για το μαύρο μπούτι, αν ο ωραίος
βασιλιάς δεν ήταν εκεί — αν δεν υπήρχες εσύ — , αν
ένα  khat μες στα δόντια του δεν παραμιλούσε, αν δεν
ήταν μηρυκαστικό, αν βασίλισσα δεν ήταν αυτή
θα μπορούσαμε εγώ κι εσύ. 
μα η νέγρα Μωραλίνα ταλανίζεται, η μαύρη Μωραλίνα
τελαλίζει ποιος αυτόχειρ μασκοφόρος ποιος ιππότης τίνος
πότης να ντυθεί για χάρη ποιας απάτης άσπρη αφρική;




σκηνές από την καθημερινή ζωή σε ανάπλαση μνήμης

η αδελφή μου χάθηκε τον Οκτώβριο του '07.
την αναζητώ σε αναγγελίες θανάτων. 
στ' αλήθεια, είπαν, δεν υπήρξε,
όμως το τζάμι μου όλο τρίζει,
μια στριγκιά φωνή με σέρνει
από το φόρεμα να μπω
μες στο νερό του μαύρου τοκετού της
να γίνω η νοσοκόμα δίπλα της            σε ύπνωση
να γίνω ο άντρας της να την κρατώ    παραλυμένος
μα παραμένω το ασθενοφόρο             που δεν έρχεται
στο τέλος μ' αποκάλεσε φονιά,
το κορίτσι μου τ' ανύπαρκτο Ρεμπώ λοιπόν,
κατάληξη σπουδαία φωνήεντα
της τραγουδώ,
το ίδιο μου το λαρύγγι χύνοντας
«Ε για το λευκό     I για το κόκκινο» (4)
I για το κόκκινο Ε για το λευκό 
κι όλο τραγουδώ
για τούτα τα χεράκια, τα δύο ποδαράκια
και για όλα του κόσμου τα παιδάκια
θυμάμαι πώς,
πώς να τραγουδώ.

σας δίνει το ελεύθερο 

σηκώνω το δεξί, λέω χάιλ στήθος.
κλείνω τα μάτια, λέω χάιλ στόχος.
με τ αριστερό στην κοιλιάς λέω χάιλ σημαία. 
και πυροβολούν αλύπητα,
κανείς δεν με βρίσκει. 
εστιάζουν σε ό,τι λέγεται
— κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό, μπλα μπλα -
και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες. 
εγώ όμως ζω
- χορεύω χάος
με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ' εγώ. 
σ' έναν κάδο η καρδιά μου καίει τα ρούχα της.
για να σώσει η φωτιά της απ' τα δακρυγόνα
ό,τι αξίζει. 
κάπως έτσι αναπνέω.
πώς να το πω απλά; 
μέσα στον κόσμο χάνεις
μόνο νύχτες.


τον θέλω ανελέητο να τρέχει μέσα στη βροχή 

κάποτε συνέβη.
ήρθε σαν ελεημοσύνη της θλίψης
που κοίταξε χορτασμένη το έργο της.
τον ωραίο άνθρωπο,
το πιο θλιμμένο στον κόσμο πραγματάκι,
που δεν έχει κανέναν.
φτάνει αυτό το χάρισμα
να χαρακώσει τα χέρια του  με λέξεις,
σφάλματα δίχως συγχώρεση.
και το μολύβι στη σελίδα
πιέζει-σκίζει-πνίγεται στο τρίγωνο πηγάδι. 
η αγάπη σώθηκε από σαρκοφαγωμένη θλίψη,
το θέαμα θριαμβικό. 
ισιώνει τώρα την κορνίζα, σκουπίζει το γυαλί
και η ανάμνηση γελά.
αρκεί, για λίγο, μια κουβέντα,
χειρονομία μικρή,
φόρος τιμής στην τρέλα
ίσως αρκεί.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 



          Γαλάζιο Σπήλαιο. Ένα φανταστικό θαλάσσιο σπήλαιο στα παράλια του ιταλικού νησιού Κάπρι. Πρώτοι αποικιοκράτες του νησιού θεωρούνται οι Έλληνες. Το εκτυφλωτικό φως που εισέρ­χεται στο σπήλαιο δημιουργεί μια εντυπωσιακή μπλε αντανάκλα­ση. Ίσως έτσι φανταζόταν ο Πλάτων την έξοδο από το σπήλαιο στην Πολιτεία-Ουτοπία του.
2       Maurice Blanchot, Η τρέλα της ημέρας, μτφ. Δημήτρης Δημητριάδης, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1988, σ. 7
3.      Οι Απόκριες στην Πολωνία και στη Γερμανία κατά τη διάρκεια των οποίων καταναλώνονται πολλά γλυκά. Το αντίστοι­χο της Τσικνοπέμπτης
4.        Arthur Rimbaud, «Παραληρήματα II, Αλχημεία του λό­γου», στο: Μια εποχή στην κόλαση, μτφ. Χριστόφορος Αιοντά- κης, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2004, σ. 71.



     










13 Ιαν 2012

ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΚΟΥΜΑΚΗ

αλλά
 
Ένα τεράστιο «αλλά» 
άπλωσε  
εξεταστικά  
τα  μεγάλα του μάτια  
στο χαρτί. 
Ο αντίλογος

 
ξενιτειά 
 
Ξένη κι η πατρίδα 
κι έφυγα ξανά 
κι όλο φεύγω 
να μη νιώσω τον ξενιτεμό 
κι όλο ψάχνω μια πατρίδα

 

 ένοικος 
 
Διαμένω με ενοίκιο υπακοής 
σε συμβόλαιο πειθαρχίας 
κι όρους κύρτωσης τραχήλου. 
Πόσο κοστολογείται η σιωπή μου; 

 

 το κουμπί του Γαλαξία 
 
Κι εγώ που ψάχνω πάντα αποδείξεις  
σαν άπιστος Θωμάς, 
πώς είναι το κουμί του Γαλαξία; 
Έχει τη γεύση  
απ' το κλεμμένο γάλα 
που βύζαξε ο Ηρακλής κρυφά 
απ΄ το βυζί της Ήρας;  
Πού θα φυλάξεις  
τέτοιο θησαυρό 
που -μια νύχτα με φεγγάρι-
σε τίμησε το σύμπαν;

 

 πύρωμα 
 
Χλωροί κορμοί  
κορμί ξερό  
πώς να πυρώσουν;

 

Στριφτός χορός στον ελαιώνα 
 
Δάσος κλαδιά αναμαλλιασμένα 
πάνω σε στριφτούς κορμούς  
ξεφλουδισμένους 
έλκουν το νέο φως 
που οι ρίζες δεν αντέχουν, 
μα όλο διψούν,  
τρυπούν και πίνουν το σκοτάδι.

 

 όνειρο
 
Κατέβαινα, λέει, 
μια πράσινη κουρτίνα 
χωρίς πόδια 
μια κάθετη πτήση  
με τα χέρια να σφίγγονται 
σ’ αυτά που άφησα 
τα μάτια να ψάχνουν  
ένα ανύπαρκτο πάτωμα. 
Στα μέσα της πτώσης  
ένα ξ άφησε τον ύπνο. 

 

 μύθος 
 
Τον κοίταξα 
κι ήταν μικρός πολύ 
χωρίς κουβάρι, 
αλλά το φως που ανέτελλε 
πέρα απ’ το βλέμμα του 
τον έδειχνε πανύψηλο. 
«Τα τέρατα πρέπει να πεθαίνουν» 
είπα 
και του ‘δωσα την άκρη της καρδιάς μου. 
Την πέρασε μέσα από άγνωστες καμπές 
την τύλιξε στα σκοτεινά του πάθη 
κι όταν μού έδωσε το μίτο πίσω 
ήμουνα μέσα του αιχμάλωτη 
κι αργότερα 
κοιμώμενη κι εγκαταλελειμμένη. 
Δεν ήξερα πως απ’ τα τέρατα 
τον άνδρα – μύθο έπρεπε να σκοτώσω πρώτο.

 

 Λύκε, λύκε, είσ' εδώ; 
 
Το κοριτσάκι 
όταν τριγυρνά στο δάσος 
δε φοβάται πια το λύκο 
εκείνος χώθηκε 
μόνιμα πια  
στα σπλάχνα της 
και βάφει κόκκινα τα ρούχα της. 

 

 νόστος 
 
Όπως και να τη λένε, 
Ιθάκη ή Αμοργό, 
πατρίδα δεν υπάρχει∙ 
χαραγμένος 
μόνο  
στους χάρτες 
του μυαλού  
είναι ο νόστος.

 

 μποτίλια 
 
Ρίχνεις απανωτά μποτίλιες 
Κι όμως 
δεν άνοιξες ποτέ 
ούτ’ ένα μήνυμα 
απ’ όσα το κύμα ξέβρασε
στη δική σου παραλία.
 

 ερείπια 
 
Σε ζέστη υγρή 
αχνίζουν 
μάρμαρα θαμπά. 
Απρόσιτο  
το άγγιγμα της ίασης 
του Ασκληπιού.

Οι σκόρπιες ψηφίδες του ναού, 
τα λεηλατημένα μέλη 
καρφωμένα
στο χριστιανικό ναό
πιο πέρα.
 
Γκρεμισμένοι θεοί, 
ο ένας μες στα ερείπια του άλλου. 
Κι οι άνθρωποι  
ψάχνουν 
στους θεούς 
τα ερείπιά τους.

 

  
Πύργος Μύρτου 
 
Χοντρά κόκκινα βότσαλα 
που κράτησαν το χρώμα τους  
στου χρόνου το υπόγειο σκοτάδι 
Φτάνουν ως το γκρεμό  
πάνω από τη θάλασσα 
και συνεχίζουν 
ως τη χρυσή γραμμή του ήλιου 
Άφησε στην πλάτη μου  
την καμπυλωτή τους ζεστασιά  
ο πόθος μου  
να ενωθώ μαζί τους, 
ν’ αγγίξω πέλματα
που βάδισαν επάνω τους, 
να πάω παραπέρα τη γραμμή του χρόνου.

 

άγνωστος

Δεν τόλμησα να κινηθώ ή να μιλήσω.  
Έμεινα να βλέπω στα κρυφά 
το χρώμα στο πουκάμισο, 
τη στάση στην καρέκλα, 
την έρρυθμη αναπνοή.
 
Φαντάσματα της σκέψης  
οι ανισόρροποι δρόμοι των χεριών στο σώμα  
το χνούδι υγρασίας στο επάνω χείλος  
η αναστροφή στο βλέμμα
η ανάσα παραλήρημα.
Κι άρχισα 
να ράβω τις εικόνες,  
να δένω το χρώμα με το άρωμα, 
τον ήχο της αναπνοής με τις κινήσεις, 
να μπαίνω τελικά η ίδια στην ταινία.
 
Δε σκέφτηκα να μάθω όνομα 
Μου άρκεσε η αναπνοή. 

 

δικαιοσύνη 
 
Δεν αγάπησες 
παρά τον εαυτό σου. 
Δε σ’ αγάπησε κανείς. 
Δίκαια η ανταλλαγή. 
Σιωπή πάνω απ’ το το φέρετρό σου.  
Νεκρική σιγή 
ένθεν και ένθεν. 

 
φως 
 
Φως  
γαλάζιο κρύσταλλο 
σφίγγει το σχήμα  
ζυγίζει την ύπαρξη. 
Φως λυγερό  
μ΄ ανάσταση και θάνατο 
ευθυγραμμίζεται στην όψη μου, 
καράβια ταξιδεύει τις ανάσες μου. 
Την ώρα που πλάθει τις σκιές  
με κόβει δαντέλες  
και με σκορπίζει στους ανέμους.
Οι αυγές πηγαινοέρχονται, 
το φέγγος με διχάζει. 
Το μεσημέρι μόνο 
χάνω τη σκιά μου.  
Λευκό φως 
κάθησε παντού  
κι ακόμη δεν ξαπόστασε.

 

στο χρώμα του πηλού 
 
Άνθρωπος  
στο χρώμα του πηλού 
κυβερνά  
το δοιάκι των στίχων 
με τις αναπνοές των λέξεων 
στα διάσελα της σκέψης 
συνταιριάζοντας  
ασύνδετους σπονδύλους νοημάτων, 
πριν να δοθεί ξανά στη σκόνη.
 
Τι απομένει
απ’ την ύλη σου; 
Μια μικρή όχληση 
στο μέγεθος ανάμνησης, 
όπως ο ήχος  
που αφήνει ο άνεμος στη χλόη 
στο μπόι της θερισμένης καλαμιάς, 
λάσπη με την πρώτη βροχή της λήθης.  
Σβουνιά και χαμομήλι 
λίπασμα για νέες γέννες. 
Αργότερα  
θα σκάψουν κάτω απ΄ τις πέτρες  
στα μέτρα της συγκίνησης  
αυτό που κάποτε υπήρξες. 

 

 Πηνελόπη  
 
Άφηνα την οργή να κρυώνει στο παράθυρο 
τις ώρες που κοιτούσα μόνη 
τον Τηλέμαχο ν’ αντρώνεται, 
όταν εσύ τη δόξα καρπωνόσουν 
για το ξύλινο άλογο στην Τροία, 
κι έπειτα ήθελες άγνωστα νησιά να κατακτήσεις. 
Μετρώντας τις ρυτίδες που πληθαίναν 
ένιωθα τον πόθο στο κορμί των νεαρών ανδρών. 
Μόνη έκλαιγα στο κρεβάτι μου τις νύχτες 
πάνω στο σταθερό του πόδι.
 
"Όταν θα 'ρθεις, 
δε θα με βρεις εδώ  
πιστά να περιμένω" 
έλεγα μέσα μου 
μέρα με την ημέρα. 
Κι έτσι  
Σιγά - σιγά 
περάσαν  
είκοσι χρόνια...

 

 σώμα

Απ ‘ την ανυπαρξία 
βρέθηκες  
σε δίνες και περιδινήσεις μες στη μήτρα. 
Μετά το κατηφόρισμα απ΄ τους λαγόνες  
αφέθηκες στο τρυφερό γώνιασμα των αγκώνων  
κι έπειτα πηδώντας από την αγκαλιά  
είπες να ευθυγραμμίσεις το σώμα με τη γη,  
αναζητώντας διαρκώς ισορροπία, 
ώσπου έμεινες ακίνητος 
σε μια παραλληλία μέσα του.
 

 
Ο δίσκος της Φαιστού
 
Σ' έφερε  
στη δίνη των καιρών
μια πτήση σου 
στους κύκλους των  μαιάνδρων.

Πεσμένα ακόμα τα φτερά σου
βυθισμένα 
στο χώμα του πηλού. 
Σκυμμένοι απάνω σου  
οι τεχνικοί  
μετράνε τις αναπνοές, 
τους χτύπους της καρδιάς, 
μέσα από   μισόλογα, 
φράσεις κοφτές
μιας άγνωστης γλώσσας 
που ψελλίζεις.
 
Νεκρός ο μουσικός   
κι εσύ ακόμα ν΄ απαντήσεις. 
Και μένουν αδιάβαστες 
οι  μουσικές,  
ο ύμνος 
κι οι ψυχές. 
 
Κι όμως, 
μια πτήση καλοτάξιδη  
ήθελες να κάνεις. 


 
αρχαίος χορός 
 
Τη νύχτα  
στο φως των λυχναριών 
χορεύεις  
πίσω απ’ τις κολόνες 
με τα  δελφίνια 
και τους  αστερίες 
στους ελιγμούς του μαίανδρου. 
Πώς να φτάσω 
κάτω απ’ τα ερείπια  
το χέρι που μ’  απλώνεις 
στο χορό σου;
 
Βοηθήστε, 
διασώστες των καιρών…
 

 
Ελένη  
 
 Οι γέροντες   
έδωσαν   άφεση 
στο βλέμμα,  
στο χρώμα των μαλλιών 
και τη λεπτή μου μέση. 
Πίσω απ΄ τη μπόλια  
κανείς δεν είδε  
τις ρυτίδες. 
Στου Πρίαμου τα παλάτια 
για το κρεβάτι ενός δειλού  
χαράμισα την  ομορφιά μου 

 

Εκάτη
 
Η Εκάτη  
έτριψε τις στρογγυλές καμπύλες της  
στα δαντέλες των σύννεφων, 
που κοκκίνισαν ηδονικά   
κρύβοντάς την  
στις ανάερες πτυχώσεις τους,  
ν΄αργήσει να χαθεί στο χρόνο.
 

 
ψίχουλα
 
Μαζεύω τα ψίχουλα  
κάτω από το  τραπέζι των λέξεων  
μαγιά για το δικό μου δείπνο 

 

 κόκκος μικρός

Το σώμα μου  
-είδωλο των άστρων- 
κόκκος μικρός πανάρχαιας σκόνης. 
Μέσα μου διασταυρώνονται  
οι δίνες των καιρών 
πλασμένες από  θεό και  λάσπη. 
Τα χέρια μου το φτυάρι για την άβυσσο, 
τα μάτια μου  σήραγγα προς το σύμπαν, 
με προσδοκία να γευτώ  
την ηδονή του αιωνίου. 

 

 φλέβα του εφήμερου 
 
H γνώση αγκομαχεί κάτω από τα ερείπια, 
εκεί που πάλλεται η φλέβα του εφήμερου 
ψάχνοντας τον Αχέροντα  
που ανεβάζει στην αιωνιότητα.
 

  λέξη 
 
Κρατούν μολύβι  
και -χωρίς αναισθητικό- 
τη χαράζουν  
ξαπλωμένη  
στο χειρουργικό τραπέζι της γραφής 
να χυθεί απ’ το κορμί της  
λίμνη  
το νόημα που έπηξε μες στους αιώνες.
 

 
πουτάνα 
 
Πουτάνα σκέψη 
όπου θέλεις γδύνεσαι…
 

 
αντάξια; 
Θαμμένη  
κάτω από τόνους φερτών υλικών  
θα περιμένω τον αρχαιολόγο μου. 
Ποιος ξέρει
αν θα φανώ αντάξιά του. 

 

κατάδυση 
 
Η σκέψη  
τυλιγμένη το ένδυμα  των λέξεων 
καταδύεται στο χρόνο τους 
υποδυόμενη 
το σημαινόμενον.