20 Φεβ 2012

Νίκη Χαλκιαδάκη

Η Νίκη Χαλκιαδάκη κατάγεται από την Κρήτη. Γεννήθηκε το 1980 στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Αποφοίτησε από το Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με κατεύθυνση Γλωσσολογία.
Εισήχθη με υποτροφία στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Δημιουργική Γραφή» του Πανεπιστημίου της Δυτικής Μακεδονίας. Ποιήματά της έχουν βραβευτεί σε Πανελλήνιους Λογοτεχνικούς Διαγωνισμούς και η ίδια κατέχει τον τίτλο «Artist of the year» επί δύο συναπτά έτη: 2009 και 2010, στην κατηγορία Ποίηση από τον Διεθνή Διαγωνισμό «InterArtia». Σύντομα η βιογραφία και αρκετά αδημοσίευτα ποιήματά της θα φιλοξενηθούν στις σελίδες του γαλλικού περιοδικού Action Poètique. Η πρώτη της ποιητική συλλογή φέρει τον τίτλο «ο Έρωτας του Pied de Coq». Το μουσικό συγκρότημα “khaki naive” που δρα στο Αμβούργο μελοποίησε ποιήματά της, που σύντομα θα κυκλοφορήσουν στην τελευταία τους δισκογραφική δουλειά.
Ο Τόλης Νικηφόρου παρουσιάζοντας ποιήματα της Νίκης στο "Ένα λειβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται" γράφει στα σχόλια ότι πρόκειται για μια χαρισματική νέα ποιήτρια. Και μιλώντας σήμερα με τον ίδιο επανέλαβε τα ίδια λόγια. Πιστεύω ότι η Νίκη εκτός από χαρισματική ποιήτρια έχει ήθος, καλιέργεια ψυχής και μια οπτική που τη κρατα προσγειωμένη και προσεκτική στα βήματα της.


Η Xλόη Κουτσουμπέλλη έγραψε για τον Έρωτα του Pied de Coq


Αυτή η ποιητική συλλογή της Νίκης Χαλκιαδάκη είναι πρωτότυπη, ίσως γιατί το περιεχόμενο της δηλαδή τα ποιήματα συμπλέκεται απόλυτα με τις ασπρόμαυρες λήψεις που δίνουν ένα χαρακτήρα αγχωτικό και αδιέξοδο, όλα συντελούνται στο βιβλίο αυτό ανάμεσα σε μια εισπνοή και σε μια εκπνοή, στις αποχρώσεις του μαύρου και του γκρίζου, με γραμματοσειρές που γέρνουν, χορεύουν, παίζουν, ή απειλούν να εκτιναχτούν έξω από τα όρια των σελίδων, με τους τίτλους να εμφανίζονται απροσδόκητα πάνω, κάτω, δεξιά ή αριστερά, με τα γράμματα να αλλάζουν συνέχεια. Η ποιήτρια παίζει μαζί μας κρυφτό, μασάει μαστίχα κεράσι, δεν διστάζει να κάνει τούμπες με τις λέξεις και τους στίχους, χαρακτηριστικό είναι το ποίημα της συλλογής που ονομάζεται του «παλιμπαιδισμού»που απέναντι στην σοβαροφάνεια των υποτίθεται ενηλίκων, προτάσσει την παιδική φρεσκάδα και το παιχνίδι. [ modifier ] Articles connexes Elle devient très évidente à la fin de l'été et à l'automne. La variété d'échinochloa pied-de-coq mise en marché pour la culture sous le nom de «Billion dollar grass » se trouve parfois dans le sud-ouest de l'Ontario; elle se reconnaît à son port dressé et à son inflorescence pourpre, presque noire.

Όμως πως είναι ο έρωτας του piedde coq; Ένας έρωτας κατά τον οποίο ο άντρας και η γυναίκα ενώνονται, χωρίζουν,εναλλάσσονται σε ρόλους και ταυτόχρονα ταυτίζονται σε ένα ζευγάρι με μπλεγμένη ταυτότητα και φύλο

/ήμουν εσύ και εσύ ήσουν πάλι εσύ/ Είμαι μεγάλο κορίτσι/ όχι δεν είμαι μεγάλο κορίτσι/είμαι εσύ και εσύ δεν κλαις/ Εσύ είμαι άντρας, μου λείπεις.

Ή ένας έρωτας που αναπαράγει το ίδιο μοτίβο ξανά και ξανά σε μία ατέρμονη διαδοχή μέχρι την τελική συντριβή. Να είναι ο έρωτας μιας επαναλαμβανόμενης μνήμης, που μας τυραννάει αλύπητα, ή ένας έρωτας παρασιτικός που προτιμά τα υγρά εδάφη όπως στο πρώτο ποίημα της ποιητικής αυτής συλλογής που έχει τίτλο “αναρριχώμενο,απαγορευμένο”..

Ή τέλος μπορεί να είναι ένας έρωτας θυσία,όπως στο ποίημα «Στην σάρκα εκ σαρκός» που το δίπολο άντρας- γυναίκα με την θυσία- ένωση των σωμάτων που συντελείται σε έναν κρυφό ιδιωτικό ναό, αυτόν της ψυχής, ακυρώνει την ματαιότητα και έτσι εξασφαλίζεται η αθανασία και το ανθρώπινο γίνεται μεταφυσικό.
Λέει η ποιήτρια: Σμίγει η λαχτάρα/ γλείφει την άρμη/ τρυπά τον λωτό/και τον ρουφά/λευκή χοή περίσσεια, θυσία αναίμακτη στον βωμό του Πάνα.
Ο χοϊκός έρωτας σε άμεση επαφή με την φύση, διονυσιακός, ιερό μυστήριο, που μετατρέπεται στο βιβλίο σε Απολλώνιο με την απουσία του.
Στην ποιητική συλλογή αυτή η άφιξη ματαιώνεται συνεχώς
Ο Γκοντώ θεός δεν έρχεται. Η υπαρξιακή αγωνία της ποιήτριας ανθρώπου είναι έκδηλη και έντονη.
Πέρασε η ώρα και δεν ήρθες
Σε περίμενα…
Δεν φταις εσύ που σε περίμενα
Φταίω εγώ που δεν ήρθες
Δεν φταις εσύ που δεν ήρθες
Φταίω εγώ που σε περίμενα
Τέλος αυτό το βιβλίο έχει κάτι θεατρικό,υπάρχει μία συνεχής εναλλαγή ρόλων, ανάμεσα στον θύτη και στο θύμα, στο παιδί και στην γυναίκα, στον Αδάμ και την Εύα, στην Κίρκη και στον Οδυσσέα, στον άντρα και στην γυναίκα. Στο ποίημα Κίρκη. Η Κίρκη θέλει να γίνει Πηνελόπη,παίρνει την θέση της στο πορτρέτο της αινιγματικής Μόνα Λίζα, παίρνει την θέση του Οδυσσέα στο κατάρτι και δεν θέλει να ακούσει τις σειρήνες της αλήθειάς του,
Η ποιήτρια Νίκη Χαλκιαδάκη με αυτήν την ποιητική της συλλογή μας προτρέπει να υπερβούμε τα όρια, να περπατήσουμε στην άκρη του ξυραφιού, να καούμε ολόκληροι και μέσα από αυτήν την πυρκαγιά να νιώσουμε ζωντανοί.
Μην τρέμεις! Για να γίνεις ο Έρωτας του pied de Coq/θα πρέπει το αίμα μου να μεταλάβεις, έτσι το θέλουν οι χρησμοί/


       


Από τη συλλογή της ο Έρωτας του Pied de Coq διάλεξα τα ποιήματα 





αχερουσία λίμνη

Μαύρες οι σκέψεις μου δεν είναι
άσπρα θαρρώ φορά
αγνός, για λύτρωση φτιαγμένος
για αρχή μιλάει και όχι για τέλος
μονοπάτι εύκολο αλλά μοναχικό
θλίψη μου φέρνει δεν το αρνούμαι

Βήματα δειλά, σταθερά
λόγια δεν βγάζουν τα χείλη
σιωπή μιλά, λογία σοφά
νεύματα κάνει με σιγουριά
αβίαστα προσπερνά
όλες τις θλίψεις, τη συμφορά
το μίσος, το λάθος
και τα θνητά τα πρόστυχα
που έλεγχο κάνουν
που πόνο φέρνουν
και χρόνο παίρνουν
ρυτίδες φτιάχνουν
ρόζους στα χέρια
μ' αίμα βάφουν
τη δόξα, το χρήμα
τη δούλεψη, το γήρας
.....................................
και τον έρωτα, ναι και τον έρωτα

Τον είχα ξεχάσει, τον είχα αφήσει
—το πιο μάταιο από όλα—
το πιο πολυτελές

Και θράσος θα 'χω
—γερή κληρονομιά—
θύμησες να 'χω για συντροφιά

Μια αχτίδα και ένα κύμα σε παραλήρημα
μια βαθιά ανάσα απ' τα ρουθούνια
και ένα δάκρυ καυτό ως το στέρνο
λίγα γέλια παιδιών και τη μάνα μου
τελευταίο κράτησα ένα φιλί
ένα φιλί εκείνου
το πιο μάταιο από όλα
το πιο οδυνηρό...
το πλέον απαραίτητο!


Βουλητικές προτάσεις


Να καβαλήσω ένα ταξιδιάρικο φύλλο,
ένα από τα πολλά των δέντρων,
ένα κιτρινωπό άλογο
και να πέσω στα μαλλιά τα στιλπνά.

 

Να γλιστρήσω σε μια λυγερή αχτίδα,
σε μια από τις ερωμένες του ηλίου,
σε μια πύρινη τσουλήθρα
και να ξεχυθώ στα μισόκλειστα τα μάτια.

 

Να βουλιάξω σε ένα θρασύ κύμα,
σε έναν από τους παραγιούς της θάλασσας,
σε ένα φλύαρο κελάρυσμα
και να πνίξω τα ματόκλαδα τα γυριστά.

 

Να γαντζωθώ σε ένα θλιμμένο ροδοπέταλο,
σε ένα από τα μαντζούνια της οσμής,
σε ένα μοσχομυριστό μυστικό
και να ποτίσω τα ρουθούνια τα πονηρά.

 

Να κρυφτώ σε μια γυάλινη σφαίρα,
σε μια από τις κόρες της βροχής,
σε μια υγρή στάλα
και να κυλήσω αργά στα ποθητά τα χείλια.

 

Να τρυπώσω σε ένα ζουμερό φρούτο,
σε ένα από τα δώρα της γης,
σε έναν λάγνο καρπό
και να γαργαλίσω τον ουρανίσκο τον ζωηρό.

 

Να παγιδευτώ σε ένα νόστιμο κοχύλι,
σε ένα από τα μυστικά του βυθού,
σε ένα ελεύθερο κελί
και να στολίσω τον ακριβό λαιμό.

 

Να ζέψω μια πλουμιστή πεταλούδα,
μια από τις παλλακίδες των λουλουδιών,
μια παιχνιδιάρα κυρά
και να ξαποστάσω στον ώμο τον κρατερό.

 

Να στροβιλίσω έναν άνεμο νοτιά,
έναν από τους πολεμιστές του αιθέρα
έναν ευγενικό ψίθυρο
και να χαϊδέψω το δέρμα το απαλό

 

Να υποτάξω ένα ανυπόμονο σύννεφο,
έναν δούλο του ουρανού,
ένα χλωμό καράβι
και να ακολουθήσω τα βήματα τα γοργά.



Κίρκη


a

Κίρκη
που σε φυλάκισε με τα μάγια της
με τα αιώνια κάλλη της
... μα εσύ τον νου σου έχεις στο νησί
Δεν είμαι εγώ η Ιθάκη σου
μουρμουρίζεις κάθε βράδυ
Και 'γω προκειμένου να πλαγιάσω δίπλα σου
κάνω πως δεν ακούω
εθελοτυφλώ και χάνομαι
χάνομαι και παραδίνομαι
Μάγισσα
δεμένη στο κατάρτι του ονείρου μου
πήρα τη θέση σου την ηγεμονική
γέμισα τα αυτιά μου με βουλοκέρι
έσφιξα τα μάτια μου με ξάρτια σκισμένων πόθων
για να μην ακούω τις Σειρήνες της αλήθειας σου, αλλάζω πλευρό
πόσα γητέματα να σκαρφιστώ, πόσες νοθείες να καμώσω;
.............................................................................

b

Φοβάμαι τη μέρα εκείνη
που ο ήλιος θα ζητήσει την επιστροφή σου
Φοβάμαι εκείνη τη μέρα
που η σχεδία σου θα επιπλέει και εσύ χαρούμενος
δεν θα γυρίσεις βλέμμα να ρίξεις οπίσω
Πετάγομαι στον ύπνο μου ξανά, σε πίνω
στην τρίτη γουλιά ναρκώνομαι
κουρνιάζω δίπλα σου
Στο όνειρο μου κλαίω για το άδειο μου κρεβάτι
και στην αλήθεια άδειο είναι
μα ακουμπώ έστω το σώμα που φυλάκισα
Μπορώ να σε διώξω
να γεμίσω τα πανιά σου με σκόνης αέρα μαγικής
να σε ξεπροβοδίσω
................................................................................

c

Δεν έχω το θάρρος
θα βαφτιζόταν θράσος
Μπερδεύομαι και δένομαι στις λανθασμένες μου έννοιες
Τα δάκρυά μου όξινα καίνε και λύνουν τα δεσμά
μου ματώνουν τα χέρια, με γεμίζουν στίγματα
με κάνουν Αγία μέσα στις αμαρτίες μου
Πιο θνητή και από τα λάθη αισθάνομαι
δεν μπορώ να κρατήσω τον λόγο μου
Γιατί στο είπα ένα βράδυ λίγο πριν λύσω τα μαλλιά μου
Σου υποσχέθηκα πως θα σε λευτέρωνα
.........................................................................

d

Κοιτάζω τα χέρια μου...
...το κρεβάτι...
...ξανά τα χέρια μου...
μα δεν τολμώ
Το αμελώ και με παραμελώ
Με τιμωρώ
Παρακαλάνε οι μάγισσες, πονάνε, ξευτιλίζονται για έρωτα;
Αν όχι τότε σίγουρα μάγισσα δεν είμαι πείτε του Ολύμπου
Αν ναι τότε γιατί λέγονται μάγισσες;
Και γιατί τότε Ποσειδώνα
που τα φονικά κύματα κάνεις να μοιάζουν ευχές
δεν μπορώ τούτο το ξερονήσι να ονομάσω Ιθάκη
και μένα Πηνελόπη να ντύσω
να πειστεί
να ξεγελαστεί να μείνει;
...................................................................................

e

Χαμογελώ στον ύπνο μου
με κάνω Μόνα Λίζα
με κρεμώ πάνω από το σβηστό μου τζάκι
στο άδειο το καταραμένο μου παλάτι
Συνωμοτώ και ντρέπομαι
........................................................................................

f

Μήπως τον Όμηρο τον τρανό να παρακάμψω;
άλλωστε πολλές φορές άκουσα
πως δικές του δεν λογίζονται οι αράδες τούτες
Μήπως να ξεστοιχειωθώ
και στίχους δικούς μου ιαμβικούς να υφάνω;
Να φτιάξω από νερό και χώμα έναν πόθο
να τον φυσήξω απαλά με μάτια κλειστά
να τον βαφτίσω σε καταρράκτη θυμωμένο
και αφού σε κοχύλι ιερό τον κλείσω
να σου τον φορέσω στον λαιμό
και να μείνουμε εδώ, εκεί, παντού, όπου, τώρα, πάντα
σαν μύθος, σαν επιμύθιο αγάπης
που δραπέτευσε από τη μοίρα του
από τη μοίρα των θνητών
και μίζερων προκαθορισμένων ορίων

Και αν χρειαστεί γι' αυτήν τη χάρη
την αθανασία μου να κάψω
για ένα μονάχα βράδυ ακόμα
φωτιά ας πάρω ζωντανή 
...............................................................................................

g

Ταράζεσαι! Ανήσυχος μοιάζεις...
Εφιάλτες θα βλέπεις, σε παρακολουθώ
Ξυπνάς από τον ήχο του ποτισμένου με μορφίνη σεντονιού μου
Σε φιλώ και μου αφήνεσαι
—εσένα τουλάχιστον δεν σε παραμελώ—
Στ' ορκίζομαι με δάκρυα αποκαμωμένα
Ας μ' άκουγες που στο ουρλιάζω στα όνειρά σου
στα γλυκά σου όνειρα —άλλωστε—
αφού τους εφιάλτες σου τους καταχράστηκα
τους άρπαξα και τους φόρεσα μονομιάς
τους ζω πλέον ες αεί
Ας κοιμηθώ και ας ξυπνήσω πλάι σου
Αρκεί!




ξέρξης

Εσύ που άλλοτε κολυμπούσες σε επικίνδυνες θάλασσες
Πνίγεσαι σε ένα ποτήρι κόκκινο στυφό κρασί
Εσύ που άλλοτε διαπερνούσες τις ομίχλες του κόσμου
Χάνεσαι στον καπνό ενός μόνο τσιγάρου
Εσύ που βαφτίστηκες στην Κασταλία την πληγή
Γέμισες πτέρνες Αχίλλειες, θνητές

Εσύ που λαβωνόσουν στις εσχατιές της Ιστορίας
Τώρα δεν έχεις δάχτυλα λάβαρα να σηκώσεις
Εσύ που απολύμανες το γένος από τους Εφιάλτες
Προδίδεις τα ιερά, τα όσια, τα μυστικά μας.
Εσύ που στις μάχες έπαιρνες θέση στην πρώτη τη γραμμή
Στρογγυλοκάθισες σε έναν θρόνο Ανυπολόγιστων καρατίων

Και 'γω που τέντωνα τα βλέφαρά μου να σε δω
Που με ανακούφιζε ένα και μόνο χάδι
Που με θρυμμάτιζε σκέψη φτηνή
Σκύβω και απλώνω οίκτο

Πέρασε η ώρα και δεν ήρθες
Σε περίμενα...
Δεν φταις εσύ που σε περίμενα
Φταίω εγώ που δεν ήρθες

Πέρασαν τα χρόνια... δεν ήρθες
Σε περίμενα
Δεν φταις εσύ που δεν ήρθες
Φταίω εγώ που σε περίμενα

Τους δειλούς η μοίρα τους καταράστηκε
Ένα βήμα να κάνουν πίσω
Και χίλια να τους σπρώχνει χέρι ξένο

Και πόσα κουράγια να 'χω;
Έπαψα πια...
Άνοιξα βήμα και έφυγα




π ρ ω θ ύ σ τ ε ρ ο

Μην κλαις γι' αυτά που πέρασες
αλλά γι' αυτά που δεν σε βρήκαν
αυτά που γεύση δεν πήρανε γλυκιά ή πικρή
τα χείλη σου να βρέξουν
την ψυχή να σιροπιάσουν

Να λαχταράς όσα δεν δοκίμασες
όσα αρνήθηκες
και όσα προσκύνησες να μην σου τύχουν
όσα με δάκρυα ξόρκισες να μην σε βρουν
σ' όσα δείλιασες
και όσα καίγοντας τα κορδόνια σου
τα κλώτσησες στον Καιάδα του Ρίο ντι Τζανέιρο

Φοβόσουν το σάλτο
μα εκεί είναι που τώρα είσαι σίγουρος
πως θα 'βγαζες φτερά
τώρα φοβάσαι
πως σ' άκρη ξανά δεν θα βρεθείς
απόφαση να πάρεις
ας ήξερες πως μπορεί να τσακιστείς
και ας είχες υπογράψει στο συμβόλαιο της ζωής
πως θα έκανες γκελ στον ιστό του παρελθόντος σου

Η μετριότητα της ύπαρξής σου σε ανησυχεί
πιο πολύ από την ίδια σου τη ζήση
και δικαίως τρέχεις για να την τιμήσεις
Βιάζεσαι όμως και ας είναι αυτό μεμπτό
τα βράδια του απολογισμού σου νιώθεις
πως αυξάνονται πιότερο
απ' τις μέρες δημιουργίας που σου λαχαίνουν
τραβάς λαχνό και απλά καθρεφτίζεσαι

Λένε πως η βιάση είναι των ανθρώπων που ζουν λίγο
και αναθεματίζεις τον Μαθουσάλα
που καταράστηκε τις γενετικές σου οδηγίες χρήσεις

Εκεί που νιώθεις πως αγγίζεις την κορυφή
εκεί ματώνουν τα γόνατά σου απ' το μπουσούλημα
Εκεί που έτοιμος είσαι να φορέσεις το στέμμα
εκεί πονάνε οι κρόταφοι σου απ' το αγκάθινο στεφάνι
που 'χεις και καμαρώνεις




Ραντεβού I

Φυσάει...
τεντώνω τα αυτιά μου να ακούσω τα κλειδιά
αέρας κρύος
τρομάζει τις χαραμάδες από τα παραθυρόφυλλα
ψελλίζει έναν ήχο ζεστό
που γλυκά τρομάζει τη νύχτα
είναι που δεν σε αισθάνομαι
και προσπαθώ να σε μυρίσω
να γίνω λαγωνικό αγάπης
Ήρθες... ευτυχώς ήρθες τώρα

Βγάλε τα ρούχα σου
να μείνουμε εμείς, γυμνοί, αγνοί
να αγκαλιαστούμε, να αναπαρθενευτούμε

Να μείνουμε έτσι ώσπου...
ώσπου τα κορμιά μας να φαντάζουν ένα κορμί
Να γίνουμε άγαλμα, πίνακας, ποίημα
έρωτας, ελευθερία, αθανασία
σήριαλ, θρίλερ, σαπουνόπερα

Δίχως χρόνο, δίχως χώρο, δίχως φθορά...
Μην αργείς αγάπη μου!
Μην αργείς!

Στις δώδεκα κλείνει το μετρό
και καθώς χάνω το φουσκωτό μου φουρό
στις στάχτες του μισογύνη ανδρισμού μου βουλιάζω
για να βαφτιστώ «εις το όνομα» εκείνου
που καταχράστηκε το γοβάκι της αθωότητάς μου




Τα υπόλοιπα ποιήματα της Νίκης είναι ανέκδοτα και την ευχαριστώ που μου τα έστειλε.




Μυστήριο 

Κουκούτσι στη γη
-καλαμπόκι, κυπαρίσσι-
Καρπός κοιλίας
ο Κόσμος
Όγκος στο Κεφάλι
κακοήθης





κρυπτογράφημα για ένα δειλινό

-homo deletus- 

λίγο πριν […]  λίγο μετά
θλίβεται         συνθλίβεται
υπογλυκαιμικές οι κόρες         διαβητικοί οι γιοι
των ματιών του          της αυτοκρατορίας του
συστέλλονται          διαστέλλονται
 υπομένουν μια δύση          προκαλούν μια ανατολή
άθαφτων θνητών         άθυμων θεών







Συγγένειες



Χιλιάδες
νεκροί στο σαλόνι
περιμένουν να ξυπνήσω. 

Μοιάζουν με τον Πατέρα.
Έχουν δερμάτινα χέρια.
Λευκό κρανίο.
 [Ξέρουν πως καπνίζω]
Καμαρώνουν το πρώτο μου δόντι.
Τα υπόλοιπα τα σφίγγω
μην πέσουν απ’ το στόμα.
Τα σφίγγω
μην κλάψει η μάνα μου
που ερμηνεύει τα όνειρα. 

Δεν τους βλέπεις μαμά;
Είναι
Χιλιάδες



Η αγαπημένη 

Δεν ήμουν ποτέ

[μια κοπέλα στον δεύτερο όροφο
μ’ ένα χρυσόψαρο
για να φροντίζει
                    -έστω- 

αυτό είμαι 

μια κοπέλα στον δεύτερο όροφο
θα πουν ότι
εκείνο το βράδυ
ξάπλωσε αθόρυβα
γιατί δεν ήθελε να ξυπνήσει
το λευκό πουκάμισο
που κοιμόταν δίπλα της
το άδειο, το βαμβακερό
χάιδεψε τις μανσέτες του
φαντάστηκε από ‘κει
να ξεκινούν οι καρποί σου
στους μηρούς της έκλεισε
το περίγραμμα σου
μέτρησε μια τελευταία φορά
τα μικρά του κουμπιά
και πέθανε
γιατί
δεν ήταν ποτέ]




πι πι το παπί 

Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα ποτέ
έμοιαζε, λένε, αποδημητικός
η μάνα μου από αριστοκρατική οικογένεια
δεν «ήτο ηθικόν» να κλωσάει μπάσταρδα 

μεγάλωσα σε ράμφος πελαργού
                                               χωρίς παραλήπτη
κατέληξα σε αναμορφωτήριο πτηνών 

μου έμπηγαν στον κόκκυγα φτερά παγωνιού
μου μάθαιναν να κλίνω: η γλαυξ, της γλαυκός
ανεπίδεκτη υιοθεσίας
ανάξια κλουβιού
στολίζω σήμερα σύρματα
ηλεκτροφόρα
μαδώ τα πούπουλά μου
γεμίζω μαξιλάρια βεράντας
ζευγαρώνω με παπαγάλους Σενεγάλης
γεννάω τηγανητά αυγά
τη βγάζω με ψίχουλα περαστικών [κουλούρια - σταφιδόψωμα] 

μα κάθε μέρα σχεδόν περνώ και από ’κείνον τον παραμυθά
που επιμένει να πιστεύει ότι θα γίνω κύκνος



 Λαθρεπιβάτης ποδηλάτου

-κοίτα μπαμπά! χωρίς βοηθητικές, χωρίς χέρια
χωρίς εσένα σπάω το φράγμα της ενηλικίωσης
 γερνάω, μηδενίζω
γίνομαι ωάριο έφηβης γαλανομάτας
σπέρμα ανειδίκευτου αρσενικού
bing bang
χτυπώ το κουδούνι… στην άκρη όλοι
βγάζω φρονιμίτες, έρχομαι να στο πω

σε βλέπω από μακριά να τινάζεις τα πέτα απ’ το χώμα
χαμογελάς, σωπαίνω 

ανάβω κηρήθρες θλιμμένων μελισσών
τις μπήγω στο ύψος των ματιών σου
τις ποτίζω χρόνια, γίνονται φασολιές
ριζώνουν σε αμυντικές στάσεις εμβρύου
γιατί δεν ψηλώνουν Τζακ;

πέρασε η ώρα και η μαμά θ’ ανησυχεί

οι αποχωρισμοί  μας δεν έχουν συγκινήσεις
έχουν την οδύνη των πράσινων κυπαρισσιών 

κάνω να φύγω… μα κάτι ήθελα να σου πω…
-κοίτα μπαμπά! χωρίς βοηθητικές, χωρίς χέρια