26 Νοε 2011

Τάκης Βαρβιτσιώτης, Δέκα ποιήματα τη οργής και του χρέους (1972-1973)

                                         Στον Γιάννη Ρίτσο

1

Έμποροι δυνάστες στρατηγοί
Μην τολμήσετε να συντρίψετε τα χέρια
Που  κρατούν το φως
Αιώνες ανθρώπινων ονείρων
Θα  σκεπάσουν τα μάτια σας
Με μαύρα ηλιοτρόπια
Ατσάλινα νύχια
Θα  ξεσχίσουν τα πρόσωπά σας
Κι αγριεμένα πληρώματα
θα σας κρεμάσουν
Στο πιο πένθιμο κατάρτι
Την πιο πένθιμη νύχτα του χρόνου
Για  να μάθετε πώς μονάχα η λευκή ανθοφορία
Του τοκετού της αγάπης διαρκεί


 2

Δήμιοι μέ τό πρόσωπο του θανάτου
Δε  θα μπορέσετε ποτέ να εξαφανίσετε
Το γαλάζιο ενός αθώου ματιού  
Ανάμεσα από τις καμένες σάρκες
Κι από τα μελανιασμένα κορμιά
Ανάμεσα από τις σταυρωμένες ανοίξεις
Ανάβει πάντα για νεκρούς και ζωντανούς
Ο δαυλός της δικαιοσύνης


3

Για να πυκνώσει το φως
Και να γεννήσει το πουλί
Για  να νικήσει ό άνεμος
Τους πρώτους δισταγμούς του
Και να φωνάξει ή θάλασσα ελευθερία
Πρέπει να 'ρθουν οι λατόμοι
Γεμάτοι οργή
Να πελεκήσουν τα πέτρινα σύννεφα
Που  πλάκωσαν όλες τις πολιτείες
Να πελεκήσουν τ' αγάλματα
Mε τις μαύρες καρδιές
Να ξεχειλίσει το αίμα
Να πνίξει τούς δολοφόνους


4

Ό σο υπάρχουν ποιητές
Τα  πουλιά θα πετούν
Και τα δέντρα θ’ ανθίζουν
Δε θα μπορούν ανίερα χέρια
Να σταματήσουν την άνοιξη
Να εξαφανίσουν τα πράσινα σημάδια
Αυτούς πού πιστεύουν ακόμα
Πώς είναι τ' όνειρο δυνατό

5
 Ύστερα  από τόσα εκατομμύρια πτώματα
Από τόσες ανοιχτές πληγές
Πριν από την έκλυση της φοβερής αστραπής
Η μαυρίλα καταπίνει τον ήλιο
Τα  μάτια συστέλλονται
Μικραίνουν οι άνθρωποι
Χάνουν το πρόσωπο τους
Φορούν για παράσημα τη ντροπή
Και την καταφρόνια
Ίσως είvaι κι αυτός ένας τρόπος
Να  θυμηθούνε πάλι την ομορφιά
Να ξαναφτιάξουν έναν κόσμο καλύτερο
Από την αρχή

6

'Απαγόρευσαν τα παιδιά να τραγουδούν
Τους πεθαμένους να χαμογελούν
Απαγόρευσαν τα πληγωμένα αλόγα
Να ερωτεύονται τη σελήνη
Τους σακάτηδες να έχουν δεκανίκια
Mε τ' αναμμένα μάτια τους
Πυρπόλησαν και το μικρότερο χορτάρι
Έφραξαν τέλος όλους τούς φεγγίτες


7

Φως υπερούσιο
Απρόσιτο φως
Από ποια ύφη κατεβαίνεις
Σ' αυτή την καταματωμένη γη
Όπου σέρνονται ακόμα οι άνθρωποι
Ανάμεσα στον τρόμο και την ελπίδα
Άσπιλο φως
Που δεν έχεις ούτε αρχή ούτε τέλος
Και που η μέρα παρατείνει την ηγεμονία της
Για να σε διαφυλάξει
Πότε λοιπόν θα κατορθώσεις
Ν' αποδιώξεις το βαθύ
Βαθύ σκοτάδι αυτού του κόσμου.

8

Δεν έχει πιά σημασία
Να κόβουμε μαραμένα τριαντάφυλλα
Να  σφίγγουμε ένα χέρι
Που βγαίνει μέσα από μια πέτρα
Όπως εν άστρο
Ανάμεσ’  από τα ερείπια
Να προσπαθούμε νά γλυτώσουμε
Ένα μονάχα πλοίο πού κινδυνεύει
Να κατοικούμε πολιτείες
Που δε γνωρίζουν τον ύπνο
Να ζούμε πάντα μονάχοι
Mε μια παγωμένη φτερούγα
Και μ ένα γυάλινο μάτι πού μας τρομάζει
Ν' αγκαλιάζουμε ένα σύννεφο
Που ταξιδεύει προς τη δύση
Σημασία έχει ν αγκιστρωθούμε πάλι
Γερά πάνω στη γη
Όπως η μέλισσα στο λουλούδι
Να ξαναχτίσουμε ένα σπίτι
Να μας χωράει όλους μαζί

9

Χρειάζεται σιωπή
Πολλή σιωπή
Πυκνό χορτάρι
θράκα πολλή
Από μέρες περασμένες
Που αδιάκοπα να τη φυσάς
Δεμάτια στάχυα σύννεφα
Δάκρυα πικρά
Πέτρες πυρακτωμένες
Σκόνη χρυσή από κοπανισμένα αστέρια
Κι ένας καλόβολος άνεμος
Που να τα πάρει όλα μαζί
Και να τα πάει στην άλλη αυγή
Σα μυθικό καράβι
Για να χαθεί ό χειμώνας νικημένος
Για να ντυθούνε των νεκρών τα κόκκαλα
Με φώς
Ν' αναστηθεί η φωνή τους
Μ' έva στρόβιλο φτερών
Στα δάχτυλά τους ν αντηχήσουν οι φλογέρες

10

Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ταξιδεύοντας από τη μιαν όχθη στην άλλη
Πάνω στην πλώρη ενός καραβιού
Μοιράζοντας κόκκινα γαρύφαλλα
Στους ναυαγισμένους
Ανακαλύπτοντας περίσσια θαύματα
Που δεν χάνονται
Ακόμα κι όταν κλείσουμε τά μάτια
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ακολουθώντας ένα ποτάμι όπου σμίγουν
Αίμα και φως
Παίζοντας μια σάλπιγγα
Που συναδέλφωνε όλους τούς ανθρώπους
Που έκανε να σωριαστούν οι τοίχοι
Και να γίνουν κίτρινη σκόνη
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
'Ολομόναχοι σ’  ένα κελλί
Κρυμμένοι άλλοτε σ' ένα σεντούκι
Κι άλλοτε πάλι στριμωγμένοι
Σε μια λουρίδα ήλιου
Που θα μπορούσε να τη σβήσει
Ακόμα και το χέρι
Ενός αδιάφορου επισκέπτη
Μάθαμε τον έρωτα και τον θάνατο
Εκεί όπου σήμερα ηγεμονεύει η σιωπή
Τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια
Μαζεύοντας μ' ένα φτυάρι τα χιόνια
Μικραίνοντας με τη χαρά μας την απόσταση
Που χωρίζει τη γη από τον ουρανό

12 Νοε 2011

ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ

Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης γεννήθηκε το 1951 στη Δεσφίνα Φωκίδας. Εργάστηκε σαν τεχνικός μηχανολογικής συντήρησης στην βιομηχανία παραγωγής αλουμινίου, στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, απ όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Εμβόλιμον και μετέχει στη σύνταξη της εφημερίδας BookPress. Έχουν εκδοθεί οι ποιητικές συλλογές του: Πτωχόν Μετάλλευμα, Αμειψισπορά, Ενθύμιον, Από μνήμης, καθώς και το βιβλίο ιστορικής έρευνας Δίστομο 10 Ιουνίου 1944-το Ολοκαύτωμα. Δημοσιεύει επίσης δοκιμιακά σημειώματα και κείμενα λογοτεχνικής κριτικής. Ποιήματα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης είναι ένας ποιητής που βγάζει λέξεις μέσα από τις αλήθειες της ψυχής του και μας εξιστορεί με την ηρεμία που του χαρίζει η ακροθαλασσιά στα Άσπρα Σπίτια, ο τόπος που ζει, ενθύμια και μνήμες που είναι πάντα ζωντανά μέσα στη καρδιά του. Στίχοι που μας αγγίζουν και στη συνέχεια έρχονται να ζωντανέψουν τα δικά μας βιώματα.

Για τη ποίηση του Γιώργου Χ. Θεοχάρη, μια άλλη ποιήτρια η Χλόη Κουτσουμπέλη, που μαζί κάναμε την επιλογή των ποιημάτων, γράφει:

Αν ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης ήταν ξυλουργός θα περνούσε ώρες σιωπηλός μπροστά σε ένα κομμάτι ξύλο. Από το παράθυρό του θα κοιτούσε την θάλασσα. Υστερα το σούρουπο θα έπαιρνε μπροστά του το ξύλο και κάτω από τα επιδέξια δάχτυλά του αυτό θα ζωντάνευε και θα αποκτούσε καμπύλες και γωνίες. Όπως ακριβώς συμβαίνει με το χαρτί όταν το αγγίζει με το μολύβι του. Τα ποιήματα του Γ.Χ.Θ. είναι βιωματικά, γνήσια, άμεσα, συγκινητικά, ειλικρινή, πολλές φορές πικρά, άλλοτε αυτοσαρκαστικά, πάντα όμως πάντα αληθινά. Νιώθεις την σφραγίδα του ευσυνείδητου και αφοσιωμένου δημιουργού επάνω τους γιατί θυμίζουν ξυλογλυπτική πάνω σε νυφιάτικη κασέλα.
Αν ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης ήταν ξυλουργός θα κατασκεύαζε καρέκλες, χωρίς περίτεχνα και υπερβολικά σκαλίσματα τόσο ανάλαφρες όμως και κομψές έτοιμες να απογειωθούν και να πετάξουν στο ταβάνι. Εκεί γύρω από ένα στρόγγυλο τραπέζι θα έπιναν τσάι τα απογεύματα καθισμένοι σ’ αυτές τις καρέκλες όλοι οι απόντες της ζωής του. Αυτούς που θεωρεί ότι είναι καθήκον του να μνημονεύει στα ποιήματά του.
Αν ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης ήταν ξυλουργός θα ήταν από εκείνους τους παλιούς τεχνίτες που σεμνά και αθόρυβα δούλευαν μέσα στα μυστικά τους εργαστήρια και συντελούσαν τα μικρά τους θαύματα. Χωρίς την «ανίατη αρρώστια της έπαρσης» όπως την ονομάζει ο ίδιος. Μιλώντας με τόνους χαμηλούς και λέγοντας σπουδαία πράγματα μέσα από την δραστική απλότητα του καθημερινού.
Ευτυχώς που ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης δεν είναι ξυλουργός. Είναι ποιητής με όλη την σημασία της λέξης. Και ξυλουργός ταυτόχρονα.


ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΤΩΧΟΝ ΜΕΤΑΛΛΕΥΜΑ (1990)

- Ταξίδεψε με -


Ταξίδεψε με. Πάρε με.
Ρίξε με στο πελώριο κύμα
της ορμής σου.

Ανύψωσέ με.

Βγάλε με στον αφρό των επιθυμιών.

Ναυάγισέ με στο πέλαγο των ματιών σου
εκεί που λαμπυρίζουν όλα τα όνειρα μαζί.

Άσε με να περιπλανιέμαι
ευτυχισμένος ναυαγός
στην απεραντωσύνη των ματιών σου,
να κολυμπώ και να μη βρίσκω ορίζοντα
άλλον,
πέρα απ' τ' απαλά σου βλέφαρα.



- Δυσκολία διάγνωσης -

Είναι τώρα λίγο καιρός
που δεν μπορώ να διαβάσω τα μάτια σου
γιατί το ήμερο βλέμμα σου
έχει κάτι το μή αναγνωρίσιμο.

Όπως τα εικονοστασάκια
στην άκρη του δρόμου
που έτσι καθώς περνάς

δεν ξέρεις αν αναφέρονται
σε κάποιον που σκοτώθηκε
ή σε κάποιον που σώθηκε.



- Με την υπομονή της πέτρας -

Αν κάποια μέρα φύγεις
προς τη μεριά της θάλασσας
θα γίνω έν’ άσπρο βότσαλο
να καρτερώ το γυρισμό σου
στην ακρογιαλιά.

Θα καρτερώ με την υπομονή της πέτρας
όσο κι αν αργείς.

Οι πέτρες ξέρεις περιμένουν χρόνια.



- Πρωτομαγιά -

Μόλις τελειώσει η διαδήλωση
έλα να φύγουμε μαζί.

Πάμε να μάσουμε την άνοιξη
σε δυο μπουκέτα.

Να γίνουμε ένα με τις παπαρούνες
μ' αυτή τη ξεδιπλωμένη
απέραντη
κόκκινη
σημαία
της επανάστασης.


- piano -

I
Μέσ’ στα μπαΐρια που ξεχέρσωσες
φυτρώνουν οι καημοί που σπέρνεις.
Γιομίζει το περβολάκι της ψυχής μου
μυρωμένα μικρά ποιήματα.

II
Τις νύχτες σ’ ονειρεύομαι
να παίζεις ένα λυπημένο ακορντεόν.
Ξυπνώ και θλίβομαι
που σε κρατάω ακόμα λυπημένη.

III
Στα βουρκωμένα μάτια σου
ένας πορτοκαλένιος ήλιος ανατέλει.
Στα λυπημένα χείλη σου
μι' αυγή από δροσερά χαμόγελα ροδίζει.
Μέσ' απ' την πικραμένη σου ψυχή
η φλόγα του έρωτα
ζεσταίνει τις ελπίδες των απεγνωσμένων.

IV
Πες μου τι ώρα ανοίγει
το μυροπωλείο του κορμιού σου
να τρέξω ν’ αγοράσω.

V
Μέσα στην ίριδα των ματιών σου
βρέθηκε η παλέτα του Μοντιλιάνι.

VI
Πίσω από την γραμμή των χειλιών σου
ανατέλουν οι ήλιοι μου.

VII
Αχ! οι ατέλειωτοι στεναγμοί σου!
Ο μετρονόμος της αγωνίας μου.

VIII
Τι κι αν γεννήθηκες την 5η δεκαετία
του 20ου αιώνα.
Ο Ελύτης απ' το '40
για σένα έγραψε
το Adagio των «Προσανατολισμών» του.

IX
Τις δύσκολες νύχτες ξορκίζω τη μοναξιά μου
μ’ ένα τριαντάφυλλο
βουτηγμένο στα κόκκινα λόγια
που μού ‘πες τη μέρα.

Χ
Δεν σ’ αγαπώ.
Σ' αγαπάω!
Έτσι όπως τ’ ακούς.
ασυναίρετα.



- Εχτές το βράδυ -

Εχτές το βράδυ
στέναζα πάλι σαν φεγγάρι
στο παράθυρό σου.

Σ' αφουγκραζόμουνα
μαντεύοντας τ' άσπρα σου όνειρα.

Ύστερα προσπαθώντας
να περάσω στο δωμάτιο απ' τις γρίλιες
κόπηκα σαν φεγγάρι
σε φέτες καλοκαιρινού φρούτου
και κύλησα ηδονικός χυμός
στο σώμα σου.



- Με περισσή σεμνότητα -

Καμιά φορά κι οι ποιητές
αδυνατούν να γράψουν.

Έτσι συμβαίνει όταν σε σκέπτομαι.

Λέξεις δε βρίσκω να σου πω
πέρ' απ' αυτές που σε συνθέτουν.

Αν παραλείψω μια θα σ’ αδικήσω.
Αν θα προσθέσω μια θ' αλλάξει η αρμονία.

Σπάζω το μολύβι μου και σε κοιτώ.

Εκστατικός κι ερωτευμένος.

Απέναντί σου δε νιώθω ποιητής.

Μάλλον σαν κορνιζοποιός
μπροστά σ' εξαίσιο πίνακα
μοιάζω.



- Βαλσαμωμένη ανάμνηση -

Όλο το καλοκαίρι μάζευε βότσαλα στις παραλίες.

Τελειώνοντας οι διακοπές τα ‘βαλε σε μια γυάλα
- όπως συνηθίζεται -.

Με τον καιρό ξέπλυνε τα χρώματά τους
η χλωρίνη.

Ξεχνάει ν’ αλλάξει κι όλας το νερό.
Μουχλιάσανε.

Στέκουνε τώρα μια παρατημένη
άνυδρη ξερολιθιά.

Στον πάτο της γυάλας
ιδρώνει λίγο
το κατακάθι των αναμνήσεων.



- Επακόλουθο -

Μια ψιλή βροχή το Σαββατόβραδο
μούσκεψε τον ήλιο στην απλώστρα.

Την Κυριακή στη βόλτα
θα εξατμίζονται
οι ψυχές των αγοριών
με τα φρεσκοπλυμένα
λευκά πουκάμισα.



- Νυχτερινή βάρδια -

Απόψε το εργοστάσιο είναι ένα πειθαρχημένο φυτό θερμοκηπίου.
Εκατοντάδες μηχανές βουίζουν ρυθμικά.
Αταραξία ρυθμού. Φωνή των ντεσιμπέλ.
Νύχτ’ αποκοιμισμένη στις επιφάνειες των μετάλλων.
Παρατημένοι γερανοί. Δεν έχουν πια τι να σηκώσουν.
Ούτε καν την ανυποληψία των χειριστών τους.
Έρπουν λευκόπαχoι ατμοί. Τα χημικά υγρά ραντίζουν το σκοτάδι.
Κυλούν στους υπονόμους της μέρας τα απόβλητα πεπραγμένα.
Υπονομεύουνε την ηθική της νύχτας.
Έρπουν τα όνειρα των εργατών της βάρδιας.
Τα μάτια χύνονται σε δάκρυα νοσταλγίας
πάνω στο μαύρο ταινιόδρομο του σπαστήρα.
Όταν θα φτάσουν στις σχάρες διαλογής
όσα δεν έχουν το αναγκαίο μέγεθος θ' απορριφθούν.
………………………………………………………………………..
Τι θέλω εγώ σ’ αυτή τημοναξιά;
Σ'αυτή την πειθαρχία της στερεομετρίας;
Τι γυρεύω εγώ στη λογική των χημικών ενώσεων;
Εγώ δεν έχω χέρια καλώδια
ούτε δάχτυλα ηλεκτρόδια.
Δεν έχω φωνή ανοξείδωτη
έχω μια γλώσσα ασύδοτη.
Δεν εχω δόντια εξωλκείς
σε γραμμή παραγωγής.

Εγώ βρίσκομαι σε θερμοκρασία τήξεως
σε σταση ερωτικής περιπτύξεως
και χωρίς σημεία στίξεως.




- Άραγε μάταια; -
Αν η Κολχίδα που λαχτάρησες
έκρυβ’ απλά ένα χρυσόμαλλο τομάρι
μάταια τόσα χρόνια την Αργώ
ετοίμαζες στο ναυπηγείο.





ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΜΕΙΨΙΣΠΟΡΑ


Ν' ΑΚΟΥΣ ΤΙΣ ΣΙΩΠΕΣ ..

Στον Γιάννη Πατίλη

Όταν θα λείψω
να μελετάς, το βράδι που θα γέρνεις,
τα μάτια που σε κοίταζαν και σε πιστεύανε.
Να μελετάς τα μάτια
που ανεβάζανε στο στόμα την αλήθεια σου,
όπως τραβούν στο μπράτσο σου το αίμα
οι πευκοβελόνες.

Όταν θά λείψω
ν’ αφουγκράζεσαι τα βήματα που λάσπωναν,
έναν καιρό απελπισμένo, το κατώφλι σου.
Να αφουγκράζεσαι τα βήματα
που φέρναν τ’ όνειρo νωπό
μέσ’ στην καλή ψυχή σου.

Όταν θα λείψω
ν’ ακούς τις σιωπές των ήχων
μέσα στην οχλοβοή.
Να τις ακούς,
γιατί οι σιωπές είναι τα λόγια μου
που ταξιδεύουνε στο χρόνο ορφανά απ’ το σώμα.

Οι σιωπές είναι τα λόγια εκείνων που δεν μίλησαν,
όχι γιατί δεν το θελήσανε,
αλλά γιατί η γλώσσα τους υπήρξε μια δεντρoστoιχία
μέσ’ στην οποία κελαηδούσαν διαρκώς αηδόνια.



ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Υπάρχει ένας φάρος σε μια προβλήτα ερημική.
Στη ρίζα του ένα λαδί παγκάκι.
Πικρό λαδί, στο χρώμα του καημού.
Ένα μοναχικό παγκάκι σε μια μοναχική προβλήτα
κάτω από τον πιο μοναχικό φάρο του στερεώματος.

Άν τύχει και καθίσει άνθρωπος απελπισμένος
μπορεί ν’ ακούσει, στη γλώσσα του τριγμού των ξύλων,
την ιστορία του σπουργίτη που μαράζωσε
‘κει δα μπροστά που γίνεται αλάτι το νερό,
και για την πέρκα που έγειρε το πλουμιστό της σώμα
στό βυθό και πέθανε
όταν διαπίστωσαν το τέλειο αδιέξοδο
στον έρωτα πουλιού με ψάρι.



ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ

Ένας άλλος θάνατος
είναι οι απογευματινές συγκεντρώσεις
τις άχρωμες Κυριακές.
Με τα κουλουράκια και τα φυστίκια,
τα πατατάκια με ρίγανη,
με το κονιάκ και τους καφέδες.
Με το «πώς πάνε τα παιδιά σταμαθήματα;»
και με το «τί καινούριο μάς γράψατε;»
Με τις ατέλειωτες συζητήσεις
για τη δουλειά στο εργαστάσιο·
τις ατελέσφορες απόπειρες
ν’ αλλάξει επιτέλους το θέμα της συζήτησης.
Με το «έτσι ο ένας κι’ έτσι ο άλλος!»
Μέ το «ακούστε και τούτο που άκουσα!»

Στο μεταξύ καρφώνεις το βλέμμα
στα δέντρα του κήπου.
Τι καλά να ήμοuν μια διακριτική ακακία,
σκέπτεσαι όλη την ώρα.

Ένας άλλος θάνατος
είναι η έγνοια σoυ για τον λεκέ από αίμα
που θα αφήσεις στη ράχη της πολυθρόνας
όταν θα σηκωθείς και θα φύγεις.

Η έγνοια σου για την φιλόξενη οικοδέσποινα
που δεν θα ξέρει πώς να τον καθαρίσει.



CONSERTO MORTO 

Όπως αγνάντεψε η νύχτα απ’ τ’ ακρωτήρι
έφυγε ο πιο μικρός απ’ την παρέα.

Να μη με περιμένετε - είπε -
απόψε θα χορέψω
με την πεθαμένη.



ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΜΝΗΣΗ

Απ’ τη στιγμή
που τον κυρίευσε η απογοήτευση
πέρασε την υπόλοιπη ζωή του
σε χρόνο υπερσυντέλικο.



ΑΠΕΣΒΕΤΟ ΓΑΡ

Στον Γιώργη Παυλόπουλο

Κάθε βράδυ, μετά τά μεσάνυχτα,
ο φύλακας του μουσείου
προσποιείται τον αποκοιμισμένο.
Τότε ο Ηνίοχος ξεπορτίζει προσεκτικά
και ψάχνει ξέφρενος
τα άλογά του στις Φαιδριάδες.

Γυρίζει άπραγος και κατάκοπος τα χαράματα.
Ανεβαίνει στο βάθρο του.
Παίρνει την ενδεδειγμένη στάση για τους τουρίστες
και παρατηρεί τον νυχτοφύλακα
να προσποιείται ότι ξυπνά.

Ασάλευτοι κι οι δυο
ακούνε τα χλιμιντρίσματα της ουτοπίας.



ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Να αγαπάτε τους ποιητές.
Προς όψελός σας διαθέτουν την ψυχή τους·
την ειρηνική αυτή επαρχία εκρηξιγενών πετρωμάτων,
επιδιδόμενοι σε διαρκή εκβραχισμό
ώστε να σας προσφέρουν τις πολύτιμές τους λέξεις.

Αποτελούν, από μιαν άποψη,
ένα είδος θαλάμου ακροάσεων
των επιθυμιών και των καημών σας·
μία διώρυγα προσαγωγής της προσδοκίας σας
για κάτι το ωραίον·
ένα ακάτιο που σας διασώζει
από την αγκυλωτικήν αγκίστρωση
στους παγετώνες της ακαλαισθησίας.
Σας παρέχουν την ευκαιρία να ενωθείτε μαζί τους
με δεσμούς ετεροπολικούς,
αν αξιοποιήσετε τα ψυχικά τους αναβλήματα.

Να αγαπάτε τους ποιητές.
Αντιληφθείτε ότι δεν είναι τίποτε άλλο
από μία δεξαμένη έρματος
για να ισορροπούν οι υπερθαλάσσιοι θάλαμοι
του πλοίου με το οποίο ταξιδεύετε.

Κάθε φορά που τους πληγώνετε
υφίστανται μικρά εγκάρδια ραγίσματα
μη επισκευάσιμα.



ΜΗ ΠΡΟΣΎΝΕΝΟΗΜΕΝΗ ΣΎΝΕΡΓΕΙΑ

Κάθεται στην άκρη του κάβου.
Ρίχνει, κατά διαστήματα, στη θάλασσα
συλλαβές σιωπής.

Τα ψάρια τις διεκδικούν,
τις γεύονται.

Κανένα δεν αγκιστρώνεται.




ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΝΘΥΜΙΟΝ  (2004)




ΓΥΡΩ ΓΥΡΩ ΟΛΟΙ

      
                  Vais-je être enlevé comme un enfant, pour jouer   
                    au paradis dans l’ oubli de tour le malheur ?
                                                                  Arthur Rimbaud


Ανέβηκα κι εγώ
το παιδάκι που ήμουν.
Χαίρομαι τον κυματιστό στροβιλισμό
μαζί με τ’ άλλα παιδάκια που είναι.

Στο λευκό αλογάκι, ξαναμμένος, τώρα καλπάζω,
και γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω….

Ω, των σαράντα οχτώ μου χρόνων πολύχρωμο                      καλειδοσκόπιο…
Τα παιχνίδια στο χωριό που στερήθηκα.
Τα συρματένια αμαξάκια με καρότσες από κούτες     τσιγάρων.
Το μισολιωμένο ζαχαρωτό ευζωνάκι μου
                πεσμένο στις καβαλίνες.
Ω, οι τελικές εφορμήσεις στα λαθουρόκαστρα
και ω, ο μικρός Νικολάκης της θείας Ελένης
κομματιασμένος από την ξεχασμένη χειροβομβίδα.

Και γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω….

Ώσπου, άγρια, η κυρία με επιτίμησε:
«Descendez. Vous n’ avez pas honte!
Un âne sur le Carrousel!»

«Pardonnez-moi, madame», της απαντώ,
«mon vocabulaire n’ est pas suffisant
pour vous expliquer».

Άλλωστε και η ποίηση –σκέπτομαι-
αδυνατεί να μεταφράσει τη δυστυχία της μνήμης.

Grenoble, 5.7.1999


   
      ****

Ύστερα θυμήθηκα εκείνη τη λυπημένη γυναίκα. Τα
μεγάλα της μάτια λίμνες απελπισίας. Τις κόγχες
των ματιών της. Τις παράκτιες συστάδες της
μαύρης φτέρης τα ματόκλαδά της.

Θυμήθηκα εκείνη τη λυπημένη γυναίκα. Τα
παιδικά της χρόνια σε άπονα χέρια. Το νήπιο που
πάσχιζε να βυζάξει τα πέτρινα ρωγοβύζια. Το
φουσκωμένο ποτάμι που είναι η ψυχή της. Το
φουσκωμένο ποτάμι που είναι.

      ****



ΒΑΦΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΕ ΑΝΤΑΥΓΕΙΕΣ ΠΕΝΘΟΥΣ

Η μάνα μου τα τίμησε τα μαύρα.
Προτού να κλείσουν τρίχρονα
όλο και κάποιος άλλος συγγενής
αποδημούσε.

Τέτοια διαρκής προσήλωση, ως φαίνεται,
    εκτιμήθηκε
κι ούτε μια τρίχα κάτω από το μαυρομάντηλο
δεν έχει ασπρίσει ακόμα.



MILLENNIUM

2000 μ. Χ.
Δύο χιλιάδες μωλωπισμένα χρόνια
από το δόρυ της κραυγής και της πολυλογίας το βέλος.
Δύο χιλιάδες χρόνια δύω
πίσω απ’ τ’ ανήλιαγα γκρεμνά της φλυαρίας

κι η Ποίηση
χειροβομβίδα σιωπής
στους αιώνες των αιώνων.



ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ ΣΤΟ ΚΛΕΙΝΟΝ ΑΣΤΥ

Στον Τριαντάφυλλο Οικονόμου

Κατέβηκε μικρός στης πόλης τις μυλόπετρες
μα η μνήμη είναι αρραβώνας από έρωτα.
Ξυπνάει στο υπόγειο το πρωί κι ανοίγει τα ματάκια του
ψάχνοντας στο φεγγίτη του φωταγωγού.
«Μάνα πού είναι η λεμονιά;»
«Πού είναι μάνα η λεμονιά;» ρωτάει.

Μα δεν ανθίζουν στα τσιμέντα λεμονιές.
Δε δένουν δεν καρπίζουν.


Αιγές, 13.10.2001



ΓΙΑΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΞΕΦΥΓΕ ΑΠ’ ΤΟ ΧΟΡΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


Κλαρίνο ηπειρώτικο
                                    στο τσάκισμα -
μου δίνεις μιαν ανάσα να ξεφύγω
                                    και με ξαναπιάνεις.




ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΠΤΗ

Έχουν τελειώσει – είπες.
Έχουν τελειώσει! Όπως πολτοποιείται η άκακη μύγα μές στις παλάμες σου. Όπως ξεπλένεις στη βρύση του φόνου τα πειστήρια, ύστερα, και δίχως ενοχές, παίρνεις να φας ένα φρούτο, βέβαιος, τάχα, ότι οι αστραπές στο μαύρο ουρανό της μνήμης δεν προκαλούνται από τις πράξεις σου.

Αλλά το γκρίζο άλογο ακονίζει στο λιθόστρωτο τις οπλές του σπινθηρίζοντας και το σχισμένο παπούτσι είναι το μαύρο βράδυ που λίμνασε στα βαλτοτόπια της μέρας και φεύγει απ’ το πόδι σου. Και η ζωή σου ολόκληρη ήτανε ζήτημα σημειολογίας εντέλει, γιατί μονάχα τρελός θα μπορούσε να βρει μια καλή πρόφαση για να πιστέψει πως θα βγει απ’ τη μνήμη –
                                                 μονάχα τρελός θα μπορούσε.



ΤΡΕΣΚΟ


Αν αρτυθείς ας είν’ αρνί
                                    κι αν κλέψεις να ‘ναι ασήμι
κι αν είναι ψέματα να πεις
                                    κάν’ το για την αγάπη
κι αν αδικήσεις μια φορά
                                    ας είσ’ ο αδικημένος
κι άμα χωθείς μεσ’ στη φωτιά
                                    και κάρβουνο δεν γίνεις
πλύνε τις διάφανες πληγές
                                    με το νερό της μνήμης.




ΜΝΗΜΟΦΥΛΑΚΙΟ ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΕΩΝ


στη Φανή Μιχαηλίδη

Όπως ο τυφλός ακούει το ανεπαίσθητο θρόισμα όταν το φως αποσύρεται.

*

Όπως το τυφλό παιδί ζητάει να φωτογραφηθεί με τον ποδοσφαιριστή που θαυμάζει.

*

Όπως οι πληγές επουλώνονται αφήνοντας για πάντα ένα σημάδι.

*

Όπως το τραυματισμένο νύχι ξαναφυτρώνει τραυματισμένο.

*

Όπως ο τσοπάνος διαλέγει τα ευτελή υλικά του: ένα κομμάτι τσίγκο, δυο τρία καδρόνια, πέντε τάβλες, λίγα πέταβρα, μια μισοσπασμένη πόρτα, ένα κομμάτι κοτετσόσυρμα, ένα κάγκελο από παλιό μπαλκόνι, κάμποσες κλάρες πουρναρίσιες - και φτιάχνει ένα μαντρί με οικολογική ευλάβεια.

*

Όπως τα νεοκλασσικά κτίρια των πόλεων. Αστικές κατοικίες στο μεσοπόλεμο. Μπουρδέλα μετά τον πόλεμο. Γραφεία κομματικών οργανώσεων στη μεταπολίτευση, Γκρεμίδια σήμερα. Πολυκατοικίες αύριο.

*

Όπως οι διαπιστώσεις, κοιτάζοντας σαράντα χρόνια αργότερα την ομαδική φωτογραφία της Έκτης Δημοτικού:
                                    Ο δάσκαλος πέθανε.
                                    Ο Σπύρος πέθανε.
                                    Ο Μπάμπης πέθανε.
                                    Η Παναγούλα πέθανε,
και η Ανθούλα, το λιανό κλαράκι με τα κριθαρένια μαλλάκια, αυτό το σπουργιτάκι της τάξης, σκότωσε τον άντρα της με συνεργό τον εραστή της.

*

Όπως η Ανθούλα, της προηγούμενης διαπίστωσης, που τόσο πολύ την ταλαιπώρησε η τρυφερότητά της.








ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΠΟ ΜΝΗΜΗΣ  (2010)



ΣΟΝΕΤΟ ΤΗΣ ΘΕΡΙΝΗΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ


Τι γυρεύεις, τι θέλεις μη κι εσύ το γνωρίζεις;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ


Το καλοκαίρι επιμένει
γεμίζοντας τις νύχτες πάθος,
μα το μυαλό του μαύρο δάσος
που τρέχουν μέσα απελπισμένοι.

Δεν ξέρει τι να περιμένει,
βέβαιος όντας κατά βάθος,
πως ήταν το χαρτί του άσσος,
μα σε παρτίδα ξοφλημένη.

Μοιραίος της ακινησίας,
μέσα στ’ αλάθητο καρτέρι,
κουνάει το θάμνο της δειλίας,

όπως λαγός τη μαύρη φτέρη.
Ας φύγει πια το καλοκαίρι
να βρει ισορροπία μελαγχολίας.




ΑΠΟΨΕ


Όλη τη νύχτα τα σκυλιά λεπτό δεν κρατήθηκαν.
Σαν ν’ άκουγα τη μάνα να μιλάει με κάποιον.
«Τί θες εδώ;» σαν να τού ‘λεγε. «Πώς ήρθες;».
Σαν να ΄κλαιγε.
Σαν ν’ άκουγα, βαθιά βαθιά, το κλάμα του.

Ξύπνησα και κατάλαβα πως είχα ονειρευτεί
ζωντανό τον πατέρα μου.

Πράγματι.
Στη ρίζα της πορτοκαλιάς βρήκα το αποτύπωμα
των παπουτσιών του,
κι ως την αυλόπορτα φλούδες από το πορτοκάλι
που πρέπει να καθάριζε φεύγοντας.



ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

Ανάβω το καντήλι σου,
φροντίζω το κερί να μη σου λείψει.

Τι άλλο θες και μου καρφώνεις στα πλευρά
                                                μαχαίρια μνήμης;




ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΕΙΣ

                                    στον αδερφό μου Γιώργο Μαρκόπουλο

            Μία από τις ικανότητες του λόγου
είναι και η παρομοίωση, κάτι που δεν
 συναντάται στις πλαστικές τέχνες.
ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ


Όπως η Κυριακούλα που τριγυρνάει στα μνήματα το δειλινό και κουβεντιάζει με τις φωτογραφίες των πεθαμένων.  Γεια σου κυρ-Λουκά, τι κάνεις κύριε Πολύκαρπε; Κι αν κάποιον δεν ήξερε πώς τον λέγανε, το μαθαίνει τώρα από το όνομα στο μάρμαρο και α!! -του λέει- έτσι σας λένε, έτσι σας λένε και θυμάται ότι ήταν μικρό κορίτσι, στο γάμο του, ότι ήταν μικρό κοριτσάκι θυμάται.

* * *

Όπως επιστρέφοντας από μια κηδεία προσπίπτουμε ασθματικά στον έρωτα, με την ψευδαίσθηση πως του θανάτου το κέντρο θα κονιορτοποιήσουμε, του Άδη το νείκος νομίζοντας ότι θα ακυρώσουμε.

* * *
Όπως σε κάποια χωριά, ακόμα, λίγο πριν βάλουν τον πεθαμένο στο μνήμα, σκύβει το βαφτιστήρι του και του λύνει τα χέρια.

* * *

Όπως κοντά στους άλλους τάφους με τα μάρμαρα, το περιποιημένο χαλικάκι και τ’ άλλα μπιχλιμπίδια των νοικοκυραίων, υπάρχει κι ένας τάφος μονάχα με το χώμα του και το νεκρό του. Πάνω του συσσωρεύονται ματσάκια σαπισμένων λουλουδιών, στεφάνια πλαστικά, μπουκάλια γυάλινα σπασμένα του λαδιού, τσαλακωμένο αλουμινόχαρτο, δοχεία της χλωρίνης και άλλα από Ajax δίχως ψεκαστήρα, σφουγγάρια της κουζίνας ξεφτισμένα καθώς και σακουλάκια από κόλλυβα και κάπου κάπου ένα κουτάβι περνάει κοντοστέκεται μυρίζοντας το χώμα κι ύστερα φεύγει πέρα σέρνοντας το κουτσό του πόδι.

* * *

Όπως η νύχτα γίνεται το μυστικό μας σπίτι κι ο ύπνος είναι η μόνη εν ζωή δυνατότητα να ομοιάσουμε στους νεκρούς μας. Η μόνη πιθανότητα να ατενίσουμε, πίσω από τα κλεισμένα βλέφαρα, το ελπιδοφόρο μέλλον της άχρονης προοπτικής μας.
* * *

Όπως εκείνος που σε συνάντησε μια μέρα στο δρόμο και συστηθήκατε φυσιογνωμικά, κι αφού είπατε το ένα και το άλλο, έκλεισε το δεξί σου χέρι μέσ’ στις παλάμες του αποχαιρετώντας σε, και καθώς χανόταν στο βάθος του δρόμου κατάλαβες πως κάθε μέρα που ξημερώνει έχουμε όλο και λιγότερο μέλλον, κατάλαβες.

* * *

 Όπως ο άλλος που χόρευε με τις κάλτσες, βγάζοντας τα παπούτσια του, το τραγούδι «η μάνα μου μού πήρε κάλτσες χρωματιστές, κι άμα τις βάλω θα τις τρυπήσω».

* * *

Όπως ο μεθυσμένος βρίσκει απόλυτη ισορροπία χορεύοντας ζεϊμπέκικο όταν τον κυριεύουν μυστικά σεκλέτια.

* * *

Όπως ο μουγκός τραγουδάει μέσα του χιλιάδες τραγούδια και στίχους που έχει αποστηθίσει.

* * *

Όπως το χελιδόνι βρίσκει την άνοιξη καταπατημένη απ΄ τα σπουργίτια τη φωλιά του, βρίσκει την άνοιξη καταπατημένη.

* * *

Όπως κανένας δεν μπόρεσε ν’ αγγίξει το σφυγμό του χρόνου.

* * *

Κι όπως κανένας δεν μπόρεσε να κρυφτεί μέσα στα ποιήματά του, όσο κι αν το προσπάθησε, κανένας δεν μπόρεσε να κρύψει τίποτα μέσα στα ποιήματα, δεν μπόρεσε.







ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΠΑΝΤΑ ΞΕΡΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Ονειρεύτηκα απόψε τον Παναγιώτη ανεβασμένο στην πορτοκαλιά της αυλής. Νύχτα γλυκιά. Είχε σταθεί στα μεσιανά κλαδιά. Έκοβε πορτοκάλια απ’ τη μεριά της θάλασσας.
«Θα πέσεις ευλογημένε!» του φώναξα.
«Κι αν πέσω; δεν πονάνε οι πεθαμένοι!» αποκρίθηκε.

Άφησε τα πορτοκάλια κατά τη μεριά του δρόμου άκοπα.

«Αυτά είναι για ‘σένα» μου είπε.
                                                            «Σειρά σου.
                                                                                    Ανέβα».


8 Οκτωβρίου 2006 – 11 Μαρτίου 2008



ΤΡΙΣΤΙΧΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΥΠΤΗ

Πλευρό αλλάζεις
τις νύχτες μέσ’ στο μνήμα
πικρέ πατέρα;


ΑΠΟ ΜΝΗΜΗΣ

                                              Τιμή στον μονάκριβο φίλο μου

Τον είδα νά ‘ρχεται απ’ το βάθος του δρόμου. Ψιλόβρεχε. Φορούσε ένα σταυροκούμπωτο παλτουδάκι ψαροκόκαλο, του οποίου ένα από τα τέσσερα μεγάλα κοκάλινα κουμπιά είχε χαλαρώσει και κρεμόταν απ’ την κλωστίτσα του. Χαμογελούσε μ’ εκείνο το μορφασμό που αποτελεί εισαγωγική εικόνα στο κλάμα, όταν τα νήπια μαντεύουν το πικρό παρελθόν του μέλλοντός τους.
«Καλημέρα Γιώργο», του είπα.
«Καλημέρα Γιωργούλη», μ’ αντιχαιρέτισε.
Προχώρησε στο χωματόδρομο. Μπήκε στο μαγικό κόσμο του κουρείου. Ο πατέρας του έβαζε ταλκ στον φρεσκοκουρεμένο πελάτη.
Κόλλησα το μούτρο για λίγο στο τζάμι του μαγαζιού. Ο Γιώργος πλησίασε και μου ψιθύρισε: «Όταν μεγαλώσουμε θα τα ιστορήσω όλα τούτα. Μην κάθεσαι στο κρύο, θα τα διαβάσεις τότε. Τρέξε κι’ εσύ ν’ αποταμιεύσεις μνήμες».

Σάββατο πρωί. Γενάρης του 1958. Στη Μεσσήνη ψιλόβρεχε σίγουρα. Στη Δεσφίνα μπορεί και να χιόνιζε.



ΕΝΑΣ ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΤΗΣ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ

Κοιμόταν σε πλατιά αμμουδιά. Νύχτα ήσυχη, έναστρη. Ένα υαλοπέτασμα χώριζε το δωμάτιο απ’ την ακρογιαλιά. Άκουσε βήματα κι άνοιξε τα μάτια. Από τη θάλασσα ερχόντουσαν άνθρωποι. Διέκρινε τους φίλους του που χειρονομούσαν χαρούμενοι. Σηκώθηκε. Άνοιξε τη διάφανη πόρτα. Μπήκαν ευχόμενοι: «Σιδερένιος! Σιδερένιος!» Έφυγε, κατόπιν, μαζί τους. Σε άλλον βρέθηκε τόπο. Μέρα ηλιόλουστη. Έτρεχε σε μιαν ανηφοριά. Έτρεχε, έτρεχε. Χαιρόταν την αρτιμέλειά του.

Ξύπνησε με το γνώριμο βάρος της παράλυσης στα πόδια του, μα δεν λυπήθηκε για τη διάψευση.
Απροσδιόριστα θυμήθηκε πως ό,τι ονειρεύτηκε συνέβαινε στις 6 Αυγούστου.
Διηγήθηκε στους δικούς του το όνειρο.
«Μεταμορφώσεως του Σωτήρος», του επισήμαναν.

«Ανάψτε ένα κερί στο εκκλησάκι της Αγιά Σωτήρας», ζήτησε, και, κάτω από το βάρος του αβάσταχτου πόνου, αρπάχτηκε απ’ τη χειρολαβή της πίστης.