16 Μαρ 2013

Ελένη Κοφτερού







Η Ελένη Κοφτερού μεγάλωσε και σπούδασε στη Θεσσαλονίκη.  Είναι γεωπόνος και σήμερα ζει και εργάζεται στη Καλαμάτα.  Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στα συλλογικά ψηφιακά βιβλία: “Δήγμα γραφής-Μια ντουζίνα και τρία διηγήματα' και “12/12/12- Οχτώ ιστορίες για μια πλατεία“, Ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί στο διαδίχτυο,  Biblioteque,  και στα λογοτεχνικά περιοδικά  ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ και ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ

Μερικά ποιήματα της Ελένης  

 Ατιτλο 1

Οι πεταλούδες
είναι τα ποιήματα
που γράφουν
οι άγγελοι
για να κατευνάσουν
τις φήμες
περί αθλιότητας
του κόσμου...

 

Ατιτλο2
 
Στο μέτωπό σου
χτίζουν τη
βιβλιοθήκη τους
εκατομμύρια πεταλούδες
για να φυλάξουν
τις ανθισμένες
λέξεις
που δεν μπόρεσαν
ν' αφήσουν
σε ύπερους κλειστούς
και λυπημένους...
 

ΑΝΩΣΗ

Πώς χύνονται έξω
απ’ το υγρό τους περιβάλλον
όλες οι κακομαθημένες
ανιαρές στιγμές
όταν μέσα στη γυάλα
πέφτουν
γυαλιστερές
οι λέξεις:
"σε σκεφτόμουν"
ή
"ήθελα μόνο να σ’ ακούσω"

Τα χρυσόψαρα
δυστυχώς
κοιμούνται αμέριμνα
όταν συντελείται
η εξαίσια υπερχείλιση…

 

ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
 

Πως να τις χειριστεί
τόσες μεταβλητές
η μέρα;
Κουράστηκε
με τους αιώνες. 

Φουντώνει η ζήλια της
για  της νύχτας
την τέλεια σταθερά.
Δεν έχει διαβαθμίσεις
σε εξισώσεις
δεν χώρεσε
ποτέ του
το σκοτάδι
κι ας επιμένουν
για τ' αντίθετο
οι σκιές... 

 
ΒΑΡΥΤΗΤΑ

Ας μ' έβρισκε
η ποίηση
(έστω σαν ένα)
ξεχασμένο μήλο
που ωρίμασε
μόνο για να διδάξει
την καταδίκη
της βαρύτητας

 

 

(Της Αμαλίας )Αφιερωμένο στην Αμαλία Ρούβαλη 

 
Οι περισσότερες
παρμένες απ' τη στάχτη
κι άλλες
απ' του καπνού
την τελική συνθήκη
όλες οι λέξεις
καίνε... 

Δεν είναι τα προστατετυτικά
γάντια
ούτε η ειδική τσιμπίδα
που σώζουνε
απ' τα εγκαύματα
τον ποιητή.

Μόνο η αδυναμία του
να τις φυσήξει
καθώς κρυώνουνε
σιγά- σιγά
διάφανες γίνονται
στο χιονισμένο
ποίημα...
 

ΠΡΟΤΡΟΠΗ 

Χτίσε μια μεγάλη
μοναξιά
ένα παράδοξο θέατρο
σιωπής στήσε
ίσως αντηχήσει
μια φλογερή
γιορτή ζωής...
 

Ο ΧΑΡΤΗΣ

Στο γαλάζιο του
διαβάζουμε συλλαβιστά
κάθε τόσο
τους έρωτες
που μέσα τους
κολυμπήσαμε
στις αναβαθμίδες
του πράσινου
βόσκουν αμέριμνα
τα ονειροζώα μας 

Στα σκούρα φαράγγια του
ψηλαφούμε τα κουφάρια
των λέξεων που πετάξαμε
από ψηλά
τότε που  τις βαφτίσαμε
ευχές 

Το σώμα μας είναι
ο μόνος χάρτης
σ' ιλουστρασιόν χαρτί
όλες οι κλίμακες
του φόβου
χαραγμένες
στέκουν εκεί
φύλακες-σκυλιά
εκπαιδευμένα
να δαγκώνουν... 
 

Φούγκα  

Κάποτε άκουσα
ένα τραγούδι
μαλαματένιο στόλισμα
σε φούγκα
μα όσο κι αν το έψαξα
αδύνατο
να βρω
τη φάτνη που γεννιόταν  

Κι ήταν εκείνη
η αναζήτηση
η άτσαλη τρεχάλα
αδέξιες χειρονομίες
μιας μικρής ευτυχίας
λίγο
μεγαλύτερης
από της μελωδίας
την υπόσχεση...
 

ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ 

Άλλοτε με ξεγελά
φιδωτό χάδι
στην πλάτη
κι έπειτα
σαν ένα είδος
ανεξαργύρωτης παλιάς
εκδούλευσης
μου πουλά υποχρέωση
με χειραγωγεί
σ' αγκαλιάσματα
χορούς
με σέρνει
μ' όλες τις οικείες
ψευδαισθήσεις 
αυτό το
κακομαθημένο "τίποτα"
που καθοδηγεί
τα πράγματα...
 

Περί ουράνιων τόξων

(1)

Ουράνιο τόξο
βασανιστικής ομορφιάς
μ' αλαζονεία περισσή
στο όνειρό μου

περιφέρεται.
Εντύπωση καμία
δεν μου προκαλεί
αφού
στα χέρια σου
δεν ακουμπά. 

(2)

Ουράνιο τόξο
μονοπάτι τ' ουρανού
όπου γλιστρούν
οι λέξεις
άθυρμα
σε αγγέλων χέρια
με χρώματα συνομιλούν
υμνούνε
το φιλί, το πρώτο
το αλησμόνητο
του ήλιου στη βροχή 

Ουράνιο τόξο
τύλιξε
το λαιμό μου
έστω για μια φορά
τις λέξεις μου
χωρίς κανένα
δισταγμό
γι αντάλλαγμα προσφέρω...

 

(3)

Tα φιλιά σου
είναι
οι υγρές χρωματιστές
σπίθες
που γεννιούνται
απ’ την τριβή με τα σύννεφα
όταν
τα ανθρωπάκια τ’ ουρανού
παίζουν σχοινάκι
με το ουράνιο τόξο 

Μια υπόθεση οδυνηρή 

Αστήριχτη ομορφιά
το κάθε ποίημα
τινάζει τη σκόνη
των πραγμάτων
και συναθροίζει
τις ταπεινές εκφάνσεις
του φωτός 

Γίνεται πουλί παραδείσιο
γυμνάζει τα φτερά του
ανάμεσα
σε δυσοίωνα σύννεφα
Σπάει την αυτονομία
τ' ουρανού
και δυο φεγγάρια πλάθει
Ακούει των πλοίων
το τραγούδι
κωφεύει
στην καταιγίδα 

Μα όταν σε βλέπω
αμφιβάλλω
για όλα αυτά
γιατί η αλήθεια
γνωρίζεται στα μάτια
και στης αφής
τις μικροσκοπικές
χαράδρες...
 

Λαγός μικρός 

Όταν σ' αγγίζω
ακουμπώ
ξανά
τ' απαλά αυτάκια
του μικρού λαγού
που ένα βράδυ
συνάντησα
σ' όνειρο δασωμένο
αμέσως μετά
το φονικό
του προαιώνιου
φόβου του...
 



(Ανώδυνο ποίημα ) 

Συνεσταλμένα
ντροπαλά
τα φιλιά τους. 

Όμως αναστατώθηκε
αναδεύτηκαν
κάπως τα πνευμόνια της  

Αδυναμία συγκέντρωσης
αφηρημάδες
κι άλλα τέτοια
καθόλου δεν την αφορούσαν
μόνο της μέλημα
να μη λυθεί
ο κόμπος
της επιθυμίας
που ξαφνικά
στο στέρνο
δέθηκε
με μια παράξενη
κορδέλα ασημένια...
 

Της βροχής
 
Η βροχή μ' αρέσει
όταν πέφτει
λέξη-λέξη... 

Στέρεα ρήματα
ταιριαστά ουσιαστικά
μουσκεμένα ως το κόκαλο
γυαλιστερά
και ξεπλυμένα
απ' τη σκόνη τους
επίθετα
σ' αγκαλιαστούς χορούς
με τα σημεία στίξης
που στάλαξαν
σε ποιήματα
και ιστορίες... 

Αλλιώς φοβάμαι
μην κρυώσω
μου χαλάει τα μαλλιά  

Άλλωστε
δεν έχουν
στεγνώσει
εντελώς
τα ρούχα
από τα δέκα μου
τότε που
κάθε βροχή
την
έπινα
μεθούσα
μόνη μου
επάνω
στην ταράτσα

 
Ο ιστό(ς) τοπος

Αιτίες δεν υφίστανται
αυτά είναι αρμοδιότητες
των ψυχολόγων
αφορμές μονάχα
για εκδρομές
σε τόπους
πιασμένους
σε ιστό 

σύρματα και νήματα
και ίνες οπτικές
κυκλώσαν τον πλανήτη
και πάλι
μονάχοι όλοι
κι έρημοι
ποιητές και αναγνώστες....
 

Αν άξαφνα στον κόσμο εμφανιζόταν δυο φεγγάρια
 
Τα ημερολόγια θα θρηνούσαν
(χωρίς εξάρσεις υποθέτω)
την ταπεινή τους ήττα
Οι παλίρροιες θα ξεμπέρδευαν
μια και καλή
με την άχαρη περιοδικότητα
χωρίς αιδώ θα ξεφάντωναν 

Η περίοδος των κοριτσιών
αποσυντονισμένη
τυραννικά απρόβλεπτη
έρμαια ηρωικά
των ορμονών τους
θα τις καθιστούσε. 

Και τ’ άσπρα, τ’ απαλά
τα γλυκοτραγουδισμένα
στήθια των γυναικών
άδοξα θα γερνούσαν. 

Οι ναυτικοί στις θάλασσες
θα έμεναν για χρόνια
πασχίζοντας να επισκευάσουν
τις μαγικές πυξίδες
με το απορημένο
βλέμμα τους
προς
τα πουλιά τ’ αποδημητικά
του ουρανού
το φτερωτό εκκρεμές
μπρος –πίσω
φυγή- επιστροφή
χωρίς σταματημό. 

Αλίμονο, οι λυκάνθρωποι
μια δεύτερη ευκαιρία
αδίστακτα θ’ αρπάζανε
κι όλα τα φεγγαροποιήματα
λειψά θα ήταν πλέον. 

Όμως εμένα καθόλου
δε θα μ’ ένοιαζε
αφού
η αγάπη σου
τρυφερή μεταβλητή
της πρόσθεσης
του πολλαπλασιασμού
έχει διπλασιάσει
την ασημένια σιγαλιά
που ακούω
απ' το φεγγάρι μου… 

(μετά την ανάγνωση του 1Q84 του Χαρούκι Μουρακάμι, όπου εμφανίζονται δυο φεγγάρια)

 

 Το "κατά" 

Την αγαπούσε
αλλά την απέφευγε.
Αυτή είχε κατάθλιψη
Κι ήταν εκείνο
το "κατά"
που τόσο πολύ
τον απωθούσε.
Φοβόταν μήπως
άξαφνα
κολλήσει
στη δική του θλίψη...
 

Τα χέρια

Τον μάγεψαν τα χέρια της.
Oι ανεξιχνίαστες κινήσεις τους
χειρονομούσαν
υγρούς ανέμους
σε μια έρημο από αστέρια... 

Όταν εντέλει
εκείνη τον αγκάλιασε
αυτός
ένιωσε
να ακρωτηριάζονται
τα άνω άκρα της
μαζί με την επιθυμία
αφού τα χέρια της
δε μπορούσε
πια να δει...

 

Ερωτήσεις σε κοκκινολαίμη
 

Άραγε τη φωτιά
που καίει στο
λαιμό σου
δροσίζεις
μες στο χιόνι; 

Και το τραγούδι σου
πόσους αιώνες πια
εαρινές μαρμαρυγές
στη μέση
του χειμώνα
θα χαράζει;
 

ΤΟ ΤΟΥΝΕΛ  

Μες το μεσημέρι
βρέθηκα στο ΤΟΥΝΕΛ

(του Σάμπατο)
και έμενα εκεί
κοκαλωμένη
μπροστά σ' εκείνο
τον αμφιλεγόμενο
πίνακα του ζωγράφου
με την ψευδαίσθηση
ότι βλέπω και διαβλέπω
κάτι που οι άλλοι
προσπερνούσαν
ή τους ξέφευγε
ή πολύ απλά
έφευγαν για
να γλιτώσουν

κι έπειτα ήρθε
ο ζωγράφος
άρπαξε κι αυτός
την ψευδαίσθηση
την ψαλίδισε
λίγο
για να χωρέσει
στη μαρτυρία του
και την κράτησε γερά. 

Σε λίγο
άρχισε να χιονίζει
στο εσωτερικό
του πίνακα
οι νιφάδες
αγέρωχες
και φαντασμένες
όπως αρμόζει
στην παραμυθία τους
σκέπαζαν ύπουλα
των χρωμάτων
τα βογγητά...

Ακόμη δεν μπορώ
να πιστέψω
πως σώθηκα
αφού όλοι
ξέρουμε δα
τι τέλος, τι αρχή
τι μέση
είχε αυτός
ο έρωτας
που ένα φως λαχτάρησε
στο ΤΟΥΝΕΛ...

 

 

ΝΕΡΕΝΙΑ ΛΗΘΗ  

Ανακάλυψα ένα πιάνο
στο βυθό
που στηριζόταν σ' ένα ποίημα*
και από τότε ονειρεύομαι
εξαίσιους μελωδικούς πνιγμούς
και κοραλλένιες λαμπερές πληγές.
Φθαρμένες, μουσκεμένες μνήμες
και μια νερένια
βαθυγάλαζη
ίσως και μπλε,
ή μάλλον μαύρη λήθη
όπως εκείνη του βυθού... 

*ο στίχος αναφέρεται στο ποίημα του Γιάννη Βαρβέρη "Πιάνο Βυθού"

 

ΔΙΛΛΗΜΑ 

Nα το ποτίσω
εκείνο το γλαστράκι
που άφησες
στην άκρη
του γραφείου σου; 

Ή να το παρατήσω
μέχρι να φθίνει
εντελώς
το φως που βγάζει
κάθε νύχτα;  

 

Ο θάνατος της μέρας 

Ανάμεσα σε λέξεις
ξεψύχησε η μέρα
με τις λευκές ποδιές
της αποστειρωμένης
προσδοκίας
φορώντας
γάντια χειρουργικά
την ακουμπούν
στου ήλιου
τη σεμνή αποθήκη.
Κι έπειτα αποχωρούν
θλιμμένες
αφού το καθήκον τους
μ' ευλάβεια επράξανε 

Τι κρίμα
που τους ξέφυγε
το τελευταίο
πρόσταγμα
σε μια γωνία πεταμένο: 

"Σ' αγαπώ. Κι ας λείψει
επιτέλους  αυτή η λύπη!"

 
το λ  

Απ' το αλφάβητο
το έσκασε μια μέρα
ξαφνικά
και στη λαχτάρα
χώθηκε
σκαρφάλωσε
στο θέλω
έπαιξε μήλα
στο πολύ
και στα φιλιά
στριφογυρίζει
Κάθε πρωί
που ο ήλιος
το λαβώνει
στη λόχμη
των χειλιών σου
λαμπυρίζει....

 

 Και μια μικρή γεύση από τα διηγήματα της

 

ΡΟΜΠΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Μέσα στα μάτια της, είχε στερεώσει καλά τη φωλιά του ένας φόβος πυκνός, συμπαγής,  αμετάφραστος. Τον αναγνώρισα αμέσως κι άρχισα να την παρατηρώ λαθραία από τον γυάλινο τοίχο του γραφείου μου, ακριβώς απέναντι  από το τμήμα συσκευασίας.

Δεν είχα δει ποτέ τα μαλλιά της, δεν ήξερα τι χρώμα είχαν αφού ούτε μια μικρή ατίθαση τούφα δεν ξέφευγε από το ειδικό σκουφάκι που φορούσε  υποχρεωτικά κάθε μέρα.
Ένα κομματάκι δέρματος που ανήκε στο λαιμό και το στέρνο,  που ξεπρόβαλλε απ’ το γιακά της ρόμπας εργασίας της το καλοκαίρι και τα μικρά χρωματιστά βαμβακερά τρίγωνα απ’ τα μπλουζάκια του χειμώνα,  δεν έδιναν και πολλά στοιχεία για αυτήν.
Μπορούσα όμως να παρατηρώ τη νευρική σβελτάδα των χεριών της την ώρα της δουλειάς,  που έκανε σχεδόν αόρατο το ελαφρύ τους τρέμουλο.
Κάποτε έκανε δυο απανωτές κρίσεις πανικού. Εντάθηκε το τρέμουλο στα χέρια, θέριεψε ο φόβος, σκόνταψε πάνω του η ντροπή. Μια χάρτινη σακούλα που φυλάκισε για λίγο τις ανάσες της, έσωσε την κατάσταση.
Ήταν η πρώτη που απολύσανε με συνοπτικές διαδικασίες. Αντέδρασαν ασθενικά κάποιοι συνδικαλιστές στην αρχή  κι ο επόπτης συσκευασίας  για μια μικρή στιγμή όσο κρατάει η αστραπή της ενοχής ή της αγάπης,  τάχθηκε στο πλευρό της.
Ιδιοτελώς σιωπηλή δήθεν προσηλωμένη στη δουλειά μου, πρόσεξα ότι εκείνη τη στιγμή,  που ο επόπτης  στάθηκε μπροστά της και της έγνεψε παρηγορητικά, τα χέρια της ησύχασαν. Πλέχτηκε η δεξιά παλάμη της μέσα στην αριστερή. Ένα από δέρμα, κόκαλα, νεύρα και φλέβες καμωμένο γκλοπ καταστολής,  τρομοκράτησε αποτελεσματικά κι εμπόδισε να γεννηθούν τα  χάδια που σαν ιαχές θριάμβου ή  ικεσίας ούρλιαζαν στο κεφάλι της.
Κανείς δε μίλησε πια γι’ αυτήν.
Μόνο η ξεχασμένη ρόμπα της, κρεμασμένη σ’ ένα θλιβερό καρφί ζύμωνε μερικές φορές  μια ρευστή, υδατώδη ενόχληση στα κουρασμένα μάτια μου.
Περνούσε ακριβώς κάτω από την ξεχασμένη άσπρη ρόμπα-  δεν πρόλαβα να κοιτάξω αν την άγγιξε φευγαλέα- εκείνο το μετέωρο δευτερόλεπτο που πλημμύρισε με απορημένο φόβο το βλέμμα του,  πριν χάσει την ισορροπία του ο ευαίσθητος επόπτης.
Είδα όμως καθαρά την ενστικτώδη χειρονομία του πριν σωριαστεί στο πάτωμα απ’  το έμφραγμα.
Κρατήθηκε από το τραχύ, σκονισμένο ύφασμα της ρόμπας.
Σαν χάδι τραγικό,  τρυφηλό προκάλυμμα της τελευταίας του αμηχανίας,  η ρόμπα σκέπασε το πρόσωπό του,  ενώ στο δεξί του χέρι κρατούσε σφιχτά το ένα μανίκι της.
Κανείς δε μπόρεσε να την απομακρύνει, μαζί του την κουβάλησε στο τελευταίο φάσκιωμα.
Σηκώνω τα μάτια μου απ’ την οθόνη του υπολογιστή και τον βλέπω να της χαμογελά, καθώς με  σιγανές αρμονικές κινήσεις την ξεδιπλώνει. Κάνει λίγα μικρά βήματα πίσω της, ανοίγει τη λευκή ρόμπα και με περισσή λατρεία την παροτρύνει και τη βοηθά να τη φορέσει… 

Μα για στάσου, είναι λευκότερο το ύφασμα της ρόμπας, σαν πιο απαλή μου φαίνεται η ύφανση και κομψότερη  η γραμμή της…
Μια μικρή δαντέλα βλέπω στη θέση του γιακά, λαμπυριστές πυγολαμπίδες μοιάζουν τα κουμπιά της…
Εκείνη τη φορά. Ανθίζει αυτάρεσκα το πρόσωπό της. Παρατηρώ τα χέρια της. Με μια γοργή, μυστική κίνηση χώνει  στη δεξιά τσέπη της ρόμπας το άδειο μπουκαλάκι με τα ηρεμιστικά,  το εισιτήριο στο δικό της ταξίδι.
Τα χέρια της δεν τρέμουνε καθόλου. Αυτό το υπογράφω…