31 Δεκ 2009

ΑΙΕΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, Ο ΜΕΓΑΣ !



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Το Δοξαστικόν (Απόσπασμα)
...
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το αναιτιο δακρυ
ανατελλοντας αργα στα ωραια ματια
των παιδιων που κρατιουνται χερι-χερι
των παιδιων που κοιταζουνται και δε μιλιουνται
Των ερωτων το τραυλισμα πανω στα βραχια
ενας φαρος που εκτονωσεν αιωνων θλιψη
το τριζονι το επιμονο καθως η τυψη
και το μαλλινο ερημο μεσα στ' αγιαζι

Ο στυφος μες στα δοντια επιορκος δυοσμος
δυο χειλη που αδυνατο να στερξουν - και ομως
το "αντιο" στα τσινορα που λιγο λαμπει
και μετα ο για παντοτε θολος κοσμος

Το αργο και βαρυ των καταιγιδων οργανο
στην καταστραμμενη του φωνη ο Ηρακλειτος
των φονιαδων η αλλη πλευρα η αθεατη
το μικρο "γιατι" που εμεινε αναπαντητο

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χερι που επιστρεφει
απο φονο φριχτον και τωρα ξερει
ποιος αληθεια ο κοσμος που υπερεχει
ποιο το "νυν" και ποιο το "αιεν" του κοσμου :

ΝΥΝ το αγριμι της μυρτιας Νυν η κραυγη του Μαη
ΑΙΕΝ η ακρα συνειδηση Αιεν η πλησιφαη

Νυν νυν η παραισθηση και του υπνου η μιμική
Αιεν αιεν ο λογος και Τροπις η αστρικη
Νυν των λεπιδοπτερων το νεφος το κινουμενο
Αιεν των μυστηριων το φως το περιιπταμενο

Νυν το περιβλημα της Γης και η Εξουσια
Αιεν η βρωση της Ψυχης και η Πεμπτουσια

Νυν της Σεληνης το μελαγχρωμα το ανιατο
Αιεν το χρυσοκυανο του Γαλαξια σελαγισμα

Νυν των λαων το αμαλγαμα και ο μαυρος Αριθμος
Αιεν της Δικης το αγαλμα και ο μεγας Οφθαλμος

Νυν η ταπεινωση των Θεων η σποδος του Ανθρωπου
Νυν Νυν το μηδεν

και ΑΙΕΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, Ο ΜΕΓΑΣ !


Οδυσσέας Ελύτης


Εύχομαι σε όλους Καλή Χρονιά γεμάτη από πολλές-πολλές όμορφες στιγμές.
Εύχομαι αυτός ο Κόσμος ο μικρός ο Μέγας να γίνει όμορφος.

28 Δεκ 2009

ΣΥΝΝΕΦΟ ΕΣΥ ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ




να ξαναγεννηθούμε
με το δικό σου χάραμα ν' ανθίσει ο κόσμος

να ξαναγεννηθούμε
σύννεφο εσύ κόκκινο στον ουρανό
άγγιγμα και ταξίδι εγώ σαν άνεμος

να ξαναγεννηθούμε
θάλασσα εσύ των τροπικών
κι εγώ νησί μοναχικό στον κόρφο σου

δάσος εσύ, βελούδινο σκοτάδι
κι εγώ τ' αγρίμι που προφέρει
με το χνώτο του τις μυστικές σου λέξεις

αγνοί, αθώοι, αθάνατοι
εσύ κι εγώ ψυχή και φως

Τόλης Νικηφόρου
Απο τη συλλογή Μυστικά και θαύματα
ο ανεξερεύνητος κόσμος της ουτοπίας (2007)

24 Δεκ 2009

ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΤΟΛΗ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ



Ένας δικός μας άνθρωπος, ένας λογοτέχνης και ποιητής της Θεσσαλονίκης, φίλος αγαπητός, ο Τόλης Νικηφόρου, κέρδισε το φετινό Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το βιβλίο του Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΥΡΑΝΟΥΠΟΛΗ. Συμμερίζομαι τη χαρά του Τόλη αλλά και της Σοφίας και του Νίκου, μια και το βιβλίο ήταν αφιερωμένο σ' αυτούς, και εύχομαι με τη ψυχή μου να είναι γερός και να συνεχίζει με το ίδιο πάθος να μας χαρίζει και τα ποιήματα του και τα διηγήματα του. Αυτή η πόλη έγραψε και γράφει τη δικιά της ιστορία στη λογοτεχνία κι η κρατική αναγνώριση δίνει και πρέπει να δίνει δύναμη σε όλους τους λογοτέχνες μας να συνεχίζουν το δημιουργικό τους έργο.
Φίλε μου Τόλη τώρα έχει σειρά η ποίηση.
Μπαίνω όμως και στον πειρασμό να αναρτήσω ένα από τα διηγήματα του βιβλίου. Και το χειροκρότημα στον Τόλη.

4

ΕΠΕΥΦΗΜΙΕΣ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΜΑΤΑ

Από μακριά τα χωριά φάνταζαν ειδυλλιακά, με τα κεραμίδια τους κόκκινες πινελιές ανάμεσα στα δέντρα, από κοντύτερα οι τοίχοι εξέπεμπαν μια θλίψη γκρίζα και βουβή με τα ασοβάντιστα τεράστια τούβλα. Δρόμοι θαυμάσια ασφαλτοστρωμένοι, σχεδόν άδειοι ως τον ορίζοντα, κι ο Γιάννης έτρεχε του σκοτωμού στο πήγαινε και στο έλα. Κατόρθωνε όμως ταυτόχρονα να μας μεταγγίζει μιαν ανεξήγητη αίσθηση ασφάλειας, αφού κανένας δεν ασχολήθηκε ούτε στιγμή με την ταχύτητα. Η γυναίκα του, αυτονόητα στη θέση του συνοδηγού, κι εμείς οι μεγαλόσωμοι τρεις σφηνωμένοι στις πίσω, καθένας με τη σειρά του να λικνίζεται στην άβολη μεσαία. Λακωνικός ο οδηγός μας, λακωνική και η Πένυ, λακωνικοί ο Κωστής, ο Σαράντης κι εγώ.
Μόνο καμιά φορά η Πένυ, με αστική καυστική ειρωνεία έως εκρηκτική αγανάκτηση, και ο Σαράντης, με καλλιτεχνική αθώα έως δογματική επιμονή, προσλάμβαναν και ερμή¬νευαν με εντελώς διαφορετικό τρόπο την πραγματικότητα. Ύστερα ο Γιάννης αισθάνθηκε ότι τα πράγματα είχαν ωριμάσει για δηλώσεις λογοτεχνικής δεοντολογίας. «Πάντως εγώ δεν ξαναπάω», είπε εμφαντικά, «αν πρώτα δεν προσκληθούν κι όλοι οι άλλοι ποιητές της Θεσσαλονίκης».
Έτσι άρχισε, έτσι συνεχίστηκε κι έτσι τελείωσε αυτό το σύντομο ταξίδι. Στον Σαράντη άρεσαν όλα σχεδόν. Πολύ έως περισσότερο. Από τις ογκώδεις, γκριζοκίτρινες, λειτουργικές λαϊκές πολυκατοικίες ως τις γλάστρες με τον βασιλικό στο μπαλκόνι του συλλόγου πολιτικών προσφύγων και ως τα τραγανά κεράσια που μας προσέφεραν στη συγκέντρωση. Στην Πένυ δεν άρεσε σχεδόν τίποτα. Καθόλου. Πάντως, σ' ένα σημείο συμφώνησαν, ότι το χώμα στις πεδιάδες ήταν εύφορο. Οι υπόλοιποι αιωρούνταν κάπου στις ενδιάμεσες παραλλαγές. Κι ο Γιάννης τήρησε την υπόσχεση του, αφού δεν ξαναπήγε ούτε εκείνος, ούτε εγώ, μα ούτε νομίζω και κανένας άλλος.
Λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα, όταν μια ρομαντική εποχή, από τα χρόνια του εξήντα, έφτανε πια στο τέλος της. Δεν εξέπνευσε ξαφνικά κι απότομα, είχε αρχίσει από καιρό να λαχανιάζει, να σκοντάφτει και να παραπαίει. Να μένει χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα, όπως το εθνικό νόμισμα της γειτονικής χώρας. Που τα περιπατητικά ανταλλακτήρια της μαύρης, γνωστά και ως λεβατζήδες, καραδοκούσαν στωικά έξω απ' τα ξενοδοχεία για να το ανταλλάξουν με τα σκληρά νομίσματα της Δύσης, κατά πολύ φθηνότερα απ' την επίσημη ισοτιμία του. Για να αγοράσει όμως τι από την τοπική αγορά ο συγκριτικά πλούσιος ξένος; Μπιχλιμπίδια αναμνηστικά, ωραίες πατάτες και ζάχαρη, μακαρόνια και μαρμελάδες με αγνά υλικά ή κορδέλες, καρφίτσες και βελόνες;
Μας είχε προσκαλέσει η ένωση συγγραφέων και καλλιτεχνών. Τον Γιάννη κι εμένα ως ποιητές, τον Σαράντη ως μουσικό και τον Κωστή ως ιστορικό και, υποθέτω, ως σημαίνοντα πολιτιστικό (ή και κομματικό) παράγοντα. Η φιλοξενία υπήρξε άψογη. Και η εκδήλωση είχε γίνει σ' ένα αρχοντικό στην παλιά συνοικία της Φιλιππούπολης, εκεί όπου ευημερούσε η ελληνική παροικία ως πριν από μερικές δεκαετίες.
Δρόμοι, στενοσόκακα και γειτονιές με ανακατασκευασμένα καλντερίμια κι αναπαλαιωμένα σπίτια, τα κόκκινα κεραμίδια και πάλι να ξεπροβάλλουν ανάμεσα στο πράσινο, ο ψίθυρος και η ευγένεια ενός χαμένου κόσμου να πλανιέται σαν διακριτικό άρωμα στην ατμόσφαιρα. Και ξαφνικά, από το παρελθόν, να εμφανίζεται εντοιχισμένο δίπλα στην είσοδο το όνομα του έλληνα προύχοντα που είχε ζήσει κάποτε εκεί.
Οδηγηθήκαμε σε μια μικρή αίθουσα ή παλιό σαλόνι, με ακροατήριο γύρω στους τριάντα, κυρίως γυναίκες, σεμνές και καλοντυμένες, με τέλειες αντιδράσεις. Ο Σαράντης έπαιξε στο πιάνο τις συνθέσεις του, με τον συνηθισμένο βέβαια τρόπο. Με τον ίδιο τρόπο διαβάσαμε κι εμείς, μέσα σε ευλαβική σιγή, τα ποιήματα μας που είχαν μεταφραστεί επιτόπου. Τι λέγαμε εμείς στα ελληνικά το ξέραμε, τι ακριβώς άκουγε όμως απ' τον μεταφραστή στα βουλγάρικα το ακροατήριο, που ξεσπούσε σε χειροκροτήματα, παρέμεινε για πάντα ένα μυστήριο. Πάντως, μετά τις ανθοδέσμες, ο Γιάννης παρατήρησε, με κάποια δόση δικαιολογημένης αυταρέσκειας, ότι τα χειροκροτήματα στα δικά του ποιήματα υπήρξαν περισσότερα και πιο θερμά. Έτσι θυμήθηκα, πριν από μερικά χρόνια, την πρώτη έξοδο μας με το αυτοκίνητο του, προς νότο εκείνη τη φορά, για το φεστιβάλ νεολαίας στο γήπεδο του Αγίου Ιερόθεου στο Περιστέρι. Μια εκδήλωση σε κλίμακα σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Λαός χιλιάδες μέσα στο γήπεδο του ποδοσφαίρου και, όταν είχε έρθει η σειρά μας, στην εξέδρα ένας γνωστός ποιητής απ' την Πάτρα, μια γνωστότερη ηθοποιός απ' την Αθήνα που διάβαζε ποιήματα απόντων, κι εμείς οι δύο. Είχα διαβάσει, μεταξύ των άλλων, κι ένα ποίημα με τίτλο «Τα λασπωμένα χέρια», για το οποίο με βασάνιζαν μετά οι ερινύες, αν και όλοι οι άλλοι το είχαν ήδη γενναιόδωρα εχάσει. Οι πρώτοι στίχοι είχαν γίνει δεκτοί ευμενώς αλλά, στο άκουσμα της λέξης οικοδόμος, παρακάτω, ολόκληρη η περιοχή είχε αντιβοήσει από επευφημίες και χειροκροτήματα.
Στο Πλόβντιβ πάλι το ίδιο βράδυ. Ο Κωστής έφυγε μόνος για κάποιες υποχρεώσεις του όπως είπε, κι εμείς οι άλλοι, αφού περιπλανηθήκαμε ποδαρόδρομο στην πόλη, καταλήξαμε σ' ένα υπαίθριο νυχτερινό κέντρο. Χωρίς επίσημη κηδεμονία, μόλις που καταφέραμε να βρούμε ένα τραπεζάκι κάπου στο παραπλάι και να απολαύσουμε στριμωγμένοι ένα καταπληκτικό λαϊκό, μουσικό και χορευτικό συγκρότημα. «Να, ρε, ο Κωστής», μου έδειξε κάποια στιγμή ο Γιάννης. Τον είδαμε λοιπόν να κάθεται μόνος μπροστά, σοβαρός και ωραίος όπως πάντα, ευθυτενής, επιβλητικός και διακεκριμένος μέσα στο καλοκαιρινό κοστούμι του, με ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο ανθοδοχείο.
Αργά το βράδυ, στο μεγάλο παλιό ξενοδοχείο, κι αυτό πρόσφατα ανακαινισμένο, μια πανέμορφη κοπέλα στην υποδοχή ήταν κρεμασμένη απ' το τηλέφωνο και μιλούσε συνεχώς γερμανικά. Και στο μονόκλινο δωμάτιο μου, το μόνο που μπόρεσα να βρω στην τηλεόραση ήταν ένα σκοτεινό έργο με τον δράκουλα, την μπέρτα και την άμαξα του στο λιθόστρωτο και βουλγαρική ομιλούσα, που με έριξε αμέσως σε ύπνο βαθύ και έκλεισα τη συσκευή όταν με ξύπνησαν κατά τις οκτώμισι το πρωί.
Το πρωινό εκείνο ήμασταν προσκεκλημένοι στο Σπίτι της Κουλτούρας, ψηλά στον λόφο της παλιάς πόλης, ένα αρχοντικό σε άριστη κατάσταση, με τα κιγκλιδώματα, τον δροσερό του κήπο και τις κληματαριές του. Εκφωνήθηκαν οι λόγοι στα βουλγαρικά, ο πρόεδρος, ο εκπρόσωπος του δήμου, κάποιος του πνεύματος, ενώ από πλάι μια κόρη προσφύγων, πιθανότατα, μετέφραζε αργά και προσεκτικά στα ελληνικά με ακόμη βαρύτερη προφορά. Για τη χαρά τους, την ειρήνη, φιλία, συνα-δέλφωση, για τους λαούς, την τέχνη, το αναπόφευκτο προτσές. Τώρα, τι ανάλογο απάντησε ο Κωστής, ως δικός μας εκπρόσωπος, έχει εντελώς εξαλειφθεί από τη μνήμη μου.
Γνωριστήκαμε και με βούλγαρους συγγραφείς, ανταλλάξαμε διάφορα, σε διάφορες γλώσσες, αυτούσιες ή ανάμικτες, μερικές φορές με εγκαρδιότητα, φάγαμε μεγάλα βαθυκόκκινα τραγανά κεράσια και ήπιαμε κρασί, γελάσαμε. Μας πληροφόρησαν ακόμη ότι υπήρχε η δυνατότητα να φιλοξενηθεί εκεί για έξι μήνες κάποιος συγγραφέας, ντόπιος ή ξένος, για να γράψει το επόμενο βιβλίο του.
Ακολούθησε η ξενάγηση στα υπόλοιπα αξιοθέατα του Πλόβντιβ, ρωμαϊκό θέατρο, βυζαντινές εκκλησίες, τζαμιά, αίθουσες με τοιχογραφίες. Στον μακρύ πεζόδρομο της κεντρικής αγοράς πήγαμε μόνοι μας, δεν νομίζω ότι αγοράσαμε τίποτα απ τα μαγαζάκια στα διώροφα και τριώροφα διατηρητέα, βγάλαμε όμως αρκετές φωτογραφίες. Και οι άνθρωποι; Άχρωμοι, συμπαθητικοί, επιφανειακά εξημερωμένοι. Να ονειρεύονται ότι κάποτε θα αποκτήσουν, στη χειρότερη τους εκδοχή, όλα όσα εμείς ήδη κατείχαμε και απορρίπταμε με περιφρόνηση.
Μας πήγαν και μια εκδρομή στην κάποτε ελληνική Στενήμαχο, με νέο τώρα όνομα, που κατέληγε σε... γκραντ. Κάμπος απέραντος, ακαλλιέργητος, δρόμος στενός, με πολλές λακκούβες, σκληρή ανάρτηση το μικρό λεωφορείο και βιαστικός ο οδηγός, κούνημα και χοροπήδημα, μέσα στον αφόρητα ζεστό αέρα και την ευγενικά αμήχανη κουβέντα.
Όταν ήρθε η ώρα να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής, φυσιολογικά δεν μας έμεναν και πολλά να πούμε. Με τον Γιάννη γνωριζόμασταν βέβαια από παλιά και είχαμε συνεργαστεί σε διοικητικά συμβούλια και σε αναρίθμητες δημόσιες εκδηλώσεις, ο Κωστής ήταν ένα-δυο χρόνια μικρότερος μου στο γυμνάσιο και δεν είχαμε ως τότε (και από τότε) καμία επαφή, η Πένυ και ο Σαράντης, που συνέχισαν τις αψιμαχίες με διακριτική ουδετερότητα των υπολοίπων, μου ήταν εντελώς άγνωστοι.
Έτσι επέλεξα να επανέλθω στην παιδική μου συνήθεια. Να θολώσω και να βυθιστώ στον εαυτό μου, με ανοιχτά τα μάτια και τ' αυτιά, να μην βλέπω και να μην ακούω τίποτα. Και συνεπώς να μη θυμάμαι. Επέλεξα να αναλογίζομαι τον αρχικό ενθουσιασμό μας, τα κίνητρα μας, την πορεία και την κατάληξη. Την ιδεολογία μας, την ανιδιοτέλεια, αγνότητα ή αφέλεια σε διαφορετικές δόσεις για τον καθένα. Τα λάθη μας στην απόπειρα να αποδράσουμε απ' τον βόθρο, την τυφλή λαχτάρα για το ανύπαρκτο. Αντί να αράξουμε χορτάτοι στο εξασφαλισμένο μέλλον μας, παιδιά αστών, αστοί κι εμείς, είχαμε γίνει καμικάζι εναντίον των θωρηκτών της τάξης μας. Και το πιο αστείο; Χωρίς βόμβες στο αεροπλάνο και με άσφαιρα φυσίγγια. «Ας κρατήσουμε το πόστο το στερνό σαν από πριν τουφεκισμένοι στρατιώτες», όπως λέει και ο Ζήσης.
Έστω, λοιπόν. Τέλος των ψευδαισθήσεων, τέλος της εποχής, κι εμείς θα αποχωρούσαμε στο βάθος της σπηλιάς μας. Σε μερικά χρόνια ένας άλλος αιώνας θα ανέτειλλε, αλλότρια πλάσματα θα κυριαρχούσαν στον λογοτεχνικό ζωολογικό κήπο. Συναρμολογημένα και προγραμματισμένα στην εντέλεια, λειτουργικά και αδίστακτα. Ευειδή, ευτελή και ευπώλητα. Αυτά που τους αξίζει ένας τέτοιος κόσμος, που τους αξίζουν πραγματικά οι επευφημίες και τα χειροκροτήματα.

23 Δεκ 2009

Δίχως των λέξεων την αίγλη




Δίχως των λέξεων την αίγλη
και στολίδι κανένα
Τρέμοντας πάνω
σε μια σκόρπια ανάσα
δίπλα στα γυάλινα φτερά σου
Ενδύομαι άηχα συναισθήματα
Χαράσσομαι
Πάνω στη γερασμένη φλέβα ενός βασιλικού
με οίνο και με πυρά
με δάφνη και με πικροδάφνη
Χρώματα ανασαίνω
Μορφές καρπίζω χρόνων ανυπεράσπιστων
Αναγεννιέμαι ...στο αντιφέγγισμα
της αναπνοής του κόσμου
Αξιώνομαι άνοιξη
Στο λυγμό του χειμώνα
Για σένα…

Έφη Ιωάννου

21 Δεκ 2009

Το καροτσάκι των ανάπηρων στιγμών




Σχεδόν κατάκοποι μα με την παρηγοριά πως κάποτε θα πεθαίναμε
βαδίζαμε μερόνυχτα σε άνυδρα νεκροταφεία κοχυλιών.
Αφοσιωμένοι στην παραφροσύνη να διαρρήξουμε το κενό μετά απ' τον ορισμό του
αξιώναμε την αδυναμία μας, αποθεώναμε το εύθραυστο
και κολλώντας με σκοτάδι τα φτερά μας
ήρωες γινόμασταν εις αναζήτηση του συγγραφέα τους.

Στο πίσω μέρος της σκηνής
μιά παραγεμισμένη αποθήκη ακολουθούσε ξέχειλη
την ώρα πού γυμνασμένοι σαλτιμπάγκοι
έσπρωχναν ανεπαίσθητα μια ξύλινη εξέδρα.
Κι αφού καμιά αναχώρηση δεν κάνει κρότο ηχηρό
είδαμε μεσοπέλαγα μιά πυρκαγιά ν' ανάβει σάν ντροπή
και τότε καταλάβαμε πως ο Θεός των περιπλανώμενων
με βουερή αστροφεγγιά
το καροτσάκι των ανάπηρων στιγμών καθοδηγούσε.

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου

Από τη συλλογή « Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα»

11 Δεκ 2009

Ο λύκος



Τρώγαμε ήσυχα την σούπα μας
αυτός κι εγώ,
οι δυο μας, μόνοι.
Έξω χιόνι, μέσα σιωπή.
Ένα ρολόι ρυθμικά θάβει τον χρόνο.
Ξάφνου ακούγεται ουρλιαχτό
και έξω από το τζάμι
βλέπω να χάσκει
το στόμα ενός λύκου
σάλια και αίμα.
Πίσω από το γυαλί
ακούω την ανάσα να κοχλάζει
μυρίζω την λαχτάρα του.
Πριν ο άντρας προλάβει να αντιδράσει,
ένα προς ένα πετάω όλα μου τα ρούχα
την πόρτα ανοίγω
και αφήνομαι γυμνή
να με ξεσκίσει.

Χλόη Κουτσουμπέλλη
Από τη συλλογή " Η αλεπού και ο κόκκινος χορός"

Η Χλόη από σήμερα έχει το δικό της blog
που έχει το όνομα της τελευταίας της ποιητικής συλλογής
"Η αλεπού και ο κόκκινος χορός"
http://foxandthereddance.blogspot.com/

6 Δεκ 2009

Καπνισμένο τσουκάλι





...
ΤΟΥΤΕΣ τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει.
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στη καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα. Πολύ κρύο εφέτος.

Πιο κοντά. Πιο κοντά. Μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους.
Μέσα στις τσέπες του παλιού πανωφοριού τους
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά.
Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν απ' τη βροχή και την απόσταση.
Η ανάσα τους είναι ο καπνός ενός τραίνου που πάει μακριά,πολύ μακριά. Κουβεντιάζουν
και τότε η ξεβαμμένη πόρτα της κάμαρας γίνεται σα μητέρα που σταυρώνει τα χέρια της και ακούει.

Κι ακούω και γω και παίρνω κι αυγαταίνω-
ρίχνω και γώ καμιά κουβέντα που και που
όπως ρίχνουμε ένα ξύλο στη φωτιά-
φουντώνει η φλόγα, γίνεται πιότερο το φως -ξύλο το ξύλο-
κοκκινίζουν οι τοίχοι, αποτραβιέται ο άνεμος, τρίζει το παραθυρόφυλλο
ακούγεται έξω κάποιο γαϊδουράκι που βόσκει ακόμα στο γρασίδι
και το σκυλί κάθεται ήσυχο μπροστά στα πόδια των πεθαμένων.
Όλοι περιμένουν να ξημερώσει.
...

Γιάννης Ρίτσος

3 Δεκ 2009

ΜΑΡΤΗΣ ΞΑΝΑ



Χείμαρρος τα πεινασμένα λόγια
Παρέσυραν την νύχτα στις διαστάσεις μου
Κατάπιανε την όποια λογική σου.
Έσπασα πάλι το εύθραυστο κουκούλι
που κυοφορεί τα αιώνια όνειρα μου.
Πολύχρωμη πεταλούδα η ψυχή μου
διάβηκε φτερουγίζοντας ολάκερο το κορμί σου.
Ούτε στιγμή δεν στάθηκε να ξαποστάσει.
Νομίζεις πως δεν το’ξερα τάχα τι θα συμβεί;
Λόγες μονάχα είναι εκείνες οι στιγμές
που ο πόθος μας βρίσκει να ξεθυμάνει.
Κι έπειτα ξημέρωσε ένα κακούργο ήλιο.
Ήταν αργά πια για να ονειρεύεται κανείς.
Βούτηξε η μαβιά πεταλούδα τα φτερά της
σ’ενα μπολάκι ξεχασμένο μέλι
κι έκατσε στα ξέφτια της αυγής να γλέιψει τις πληγές της.
Σιωπή βασίλευε παντού.
Το’ξερε άλλωστε πως αργοπέθαινε ωραία...

Ελλη Κωνσταντίνου

Πέταγμα των γλάρων






Κλείδωσε πίσω του τη πόρτα
και σφάλισε τα παράθυρα προσεκτικά
τα κλειδιά τα ‘κλεισε σ ένα φάκελο
κι έγραψε τ όνομα της και τη πόλη.
Ύστερα κάθισε στη μέση του δωματίου
άρχισε να μετρά τα χρόνια, τις μέρες,
να κατεβαίνει στα βάθη της ζωής του
χωρίς το φόβο ν αντικρύσει την αλήθεια.
Είδε τα κόκκινα δειλινά της θάλασσας
συμβιβασμούς στις μέρας τα παιγνίδια.
Είδε τις λαμπερές τις νύχτες τις ολόφωτες
ανούσιες και θλιβερές συναντήσεις.
Είδε τ ατέλειωτα χαμόγελα τριγύρω του
θυσία στους βωμούς της άνοιξης.
Δεν τόλμησε να μετρήσει την απόσταση
που χώριζε το σήμερα απ το αύριο.
Έκλεισε μονάχα τα μάτια και ήρεμος πια,
αναζήτησε τ όνειρο του για να κρυφτεί.
Κάποιο πρωί θα έστελνε το φάκελο.
Ύστερα θα μελετούσε το πέταγμα των γλάρων.

Ανδρέας Κ.

2 Δεκ 2009

Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΝΕΔΟΝΤΑ






Ι
Ψηλά η Μάλθη των βουνών - μου λες
Η Άνθεια Παναγιά
Με τα χρυσά ματόκλαδα
Η Καλομάτα.


ΙΙ

Πάντα πρώτη ή θάλασσα
Με τον πιο ανήμερο ήχο
Αγγίζοντας στα σκοτεινά
-Κι από παλιά εδώ-το πρόσωπο σου
Πέρα την άκρη των βουνών
Τις μικρές αιχμές από βέλη πού έφυγαν
-Αλλάζοντας στο δρόμο την προσταγή τους-

Και τώρα απλώνονται φιλιά
Κυνηγημένα μες στη νύχτα
Μάτια -χείλη- σ' αγαπώ
Σε μιας υπαίθριας αγοράς την ησυχία
Το τραίνο πού δεν έχει μηχανή κυλά
Και μες στις ρόδες του τυλίγονται
Με χλόες με παγκάκια με φτερά
Σπίτια μισάνοιχτα στον ύπνο τους
Σαν χρόνια.


ΙΙΙ


ΝΕΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Νύχτωσε λένε εδώ
Όπως άλλου «έτοιμοι για αποβίβαση»
‘Η «έφτασε, έφτασε το τραίνο»

Λίγο κι όλο πιο λίγο φως
Μετακινεί τις πέτρες, τα χαλάσματα:

Σπίτια με μόνο το κατώφλι τους
Σπίτια πού χάθηκαν μες σ' όνειρα
Μ' ανάμεσα τους ακούγονται πατήματα
Αιώνες τώρα περιμένοντας -σπίτια-νέους κατοίκους


Πιο κάτω καθαρά μοιάζει πλακόστρωτο
Με ψιλοβρόχι
Στη στροφή περασμένα δυό φιλιά πού αποκοιμήθηκαν
Προ-χω-ρούνε


Τρίμματα ήχων απ' άλλου
«Μακριά κυλάει το ποτάμι... μακριά
Κι είμαι δεμένος στο κατάρτι... μακριά»

Ζεσταίνουνε τον άνεμο αγγίγματα
Κι όλο πυκνώνει αργά ή ομίχλη
Ανεβάζοντας ολόκληρη την πλατεία

Μακριά
Θολώνουνε τα τζάμια όπως βλέμματα
Και με το δάχτυλο ζωγραφίζεις ψηλά
Το νέο φεγγάρι.

IV

Σαν λίκνο...

Αργά κυλώντας αγκαλιά
Σ' ένα λευκό- μα δάκρυ
Της μοίρας τα δάχτυλα
Πιο απαλά
Ένα πέταλο για σταυρό
Γράφοντας
Σαν λίκνο
Εδώ πού έγειρες
Εκεί πού άλλου κοιμάσαι
Και θολά βλέπεις μόλις
Γυρίζουνε
Δυό ρούχα ελαφρά
Μ' αργές στροφές
Τον αέρα
Σαν λίκνο
Πάνω απ' της νύχτας
Τ' ανάκουστα κύματα
Όλο και πιο πιο σιγανά
Μια μελωδία αθέατη
Πού έπαιζες. Εδώ
Απ' την αρχή

Σαν λίκνο...


V

Μακρόσυρτες γραμμές, όπως τραβάνε τα παιδιά
Κι από το λίγο μπλε τις ονομάζουν
Νύχτες
Με ανάμεσα τους το λευκό χαρτί
Με ανάμεσα σωπαίνοντας ποιά χείλη;
Ποιά μυστικά;
Φιλιά πού σχίζονται μόλις τα πάρει ό άνεμος
Σε λωρίδες - λωρίδες κόκκινο σαν αίμα
Κι αργά μετακινείται
-Τούς δείχτες γυρνώντας αντίστροφα-
Ο καιρός
ω α π α γ α σ... Σσστ!



Βαδίζοντας σέ τόπους μακρινούς πού τούς λένε ημέρα
Μ' έντεκα φοίνικες σειρά
Μπροστά στην έρημη την εκκλησία
Το κεφαλάκι τού παιδιού από κερί
Τάμα για τα όνειρα πού -ακόμη- ν' αληθέψουν
Καραδοκούν
Τού ανέμου τ' ακατοίκητο λιμάνι
Με τις κορδέλες, τα φωσάκια, τις σκιές
Σαν λέξεις πού δεν γράφτηκαν
Μα τώρα τις ξεβράζουν τα νερά
Πάνω στους άσπρους τοίχους
Ψηλά κλαδιά στα μάτια τ' ουρανού
Κι ούτε ένα δάκρυ
Παρεχτός μες στο φιλί μας κρύβοντας
Το μυστικό πού μάθαν όλοι
Κρατούν.

Ιουλίτα Ηλιοπούλου

Από τη συλλογή "11 τόποι για 1 καλοκαίρι"