18 Δεκ 2008

Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Ιωάννη Τσιουράκη

Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Ιωάννη Τσιουράκη
Ήχος Πλάγιος. Μόνος … στο βιβλιοπωλείο Μαλλιάρης Παιδεία
την Παρασκευή, 28.11.2008


Όπως γνωρίζουν πολλοί από σας, ιδίως οι νεώτεροι, τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται μια μεγάλη ποιητική δραστηριότητα στο διαδίκτυο. Θα την ονόμαζα «άνθηση» παρά τα αναπόφευκτα μειονεκτήματά της. Κυρίως μια ευκολία και μια προχειρότητα που προάγεται από το ίδιο το μέσο και από την ανωνυμία. Είναι όμως πολύ ευχάριστο να βλέπεις ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά, ιστότοπους παλιών και νέων ποιητών, προσωπικά ιστολόγια και διαφόρων ειδών ανθολογίες με σημαντική συμμετοχή ποιητών και φίλων της ποίησης. Με δημοσίευση νέων ποιημάτων, που μερικές φορές συνδυάζονται με εικόνες, πίνακες ζωγραφικής και μουσική, με ανταλλαγή απόψεων, συζητήσεις, κριτικές…. Ανάμεσα στα χιλιάδες ιστολόγια, τα περίφημα blogs, υπάρχουν και μερικές δεκάδες ποιητικά, τα οποία έχω την αίσθηση ότι αυξάνονται συνεχώς. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι καλό γιατί δίνεται μια διέξοδος στις δημιουργικές ανησυχίες και γιατί μέσα από την πληθώρα, μέσα από τον σωρό, όπως πάντοτε συμβαίνει, ξεχωρίζουν τα ωραία ποιήματα και οι πραγματικά αξιόλογες προσπάθειες.

Τυχαίνει έναν ποιητικό ιστότοπο και ένα ιστολόγιο να έχει η Κατερίνα Καριζώνη αλλά και εγώ. Πιθανότατα και αρκετοί από σας. Ο ιστότοπός μου δημιουργήθηκε πριν μερικά χρόνια, το ιστολόγιο τον περασμένο Ιούνιο. Σερφάροντας λοιπόν στο διαδίκτυο, κατά το κοινώς λεγόμενο, ανακάλυψα πριν από τρεις μήνες περίπου το ιστολόγιο του Ιωάννη Τσιουράκη Ήχος Πλάγιος. Μόνος …Το ομώνυμο δηλαδή ιστολόγιο με την ποιητική συλλογή που παρουσιάζουμε σήμερα.

Από την πρώτη στιγμή μου έκανε εντύπωση η ειλικρίνεια και η σοβαρότητα του νέου ποιητή. Αλλά και ένας άκρατος ρομαντισμός, μια κυρίαρχη μελαγχολία. Όπως υποδηλώνεται και από τον τίτλο του βιβλίου του, μια μοναξιά. Λίγο αργότερα, είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω από κοντά σε μια εκδήλωση στην Κεντρική Βιβλιοθήκη και να διαβάσω το καλαίσθητο βιβλίο του.

Θα πρέπει να πω ότι δεν μου αρέσει να κρίνω τον πόνο, την αγωνία, το αίμα του άλλου. Μπορώ όμως να εκφράσω τις εντυπώσεις μου και τη γνώμη ενός απλού αναγνώστη του βιβλίου.
Αν και ο Ιωάννης Τσιουράκης γεννήθηκε στο Βέλγιο, νομίζω ότι είναι νησιώτης, κατάγεται από τη Σάμο και βρίσκεται ως μέτοικος στη Θεσσαλονίκη. Ίσως το γεγονός αυτό να εξηγεί σε ένα βαθμό και τα συναισθήματά του. Ο ποιητής μιλάει συχνά για τη θάλασσα, για πλοία και νεκρούς ναυτικούς, για τα καράβια που φεύγουν, για λιμάνια, για άγκυρες, κάβους, ταξίδια και ναυάγια. Ίσως πάλι αυτό να είναι απλώς ένα πρόσφορο μέσο για να εκφράσει τη γενικότερη ψυχική του κατάσταση.

Εκείνο που είναι κυρίαρχο είναι το ερωτικό στοιχείο, η ερωτική διάψευση και η απογοήτευση. Τι πιο φυσικό για έναν νέο! Και ακόμη πιο φυσικό για έναν νέο ποιητή. Η ποίηση είναι ένα ερωτικό φαινόμενο, και η διάψευση μια βεβαιότητα στο ερωτικό φαινόμενο. Όλοι οι έρωτες είναι για πάντα και όλοι οι έρωτες έχουν ημερομηνία λήξης. Συνήθως σύντομη. Έτσι, η επόμενη βεβαιότητα είναι ότι ένας νέος έρωτας θα διαλύσει τις ομίχλες του προηγούμενου. Αυτό όμως δεν το ξέρει ακόμα ο Ιωάννης Τσιουράκης ή μάλλον δεν αφήνει τον εαυτό του να το συνειδητοποιήσει.

Ας αρχίσουμε όμως από την αρχή. Ο νέος ποιητής είναι ένας τρυφερός και ευαίσθητος άνθρωπος. Έχει πολλή αγάπη μέσα του. Αγαπάει το παιδιά και την αθωότητά τους. Νοσταλγεί τη δική του αθωότητα.

Οι ήχοι, λέω, όταν πλαγιάσουν πολύ από τον άνεμο,
παύουν να είναι ήχοι.
Γίνονται μικρά κορδόνια να μπορούν τα παιδιά να
κρατούν τα κόκκινα μπαλόνια
στο Λούνα Παρκ.
Να κρατούν το πλαστικό φορτηγάκι τους
καθώς τρέχουν στον δρόμο ..
Να συγκρατούν ένα παπούτσι επάνω στο πόδι
καθώς εκείνο βρίσκεται σε γρήγορο βηματισμό.
Κι εγώ πλάγιασα.

Σας διάβασα τους πιο χαρακτηριστικούς ίσως στίχους της συλλογής που βρίσκονται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Αμέσως μετά ακολουθεί η επίκληση στην αγαπημένη του. Και αμέσως μετά η πλήρης απογοήτευση και η παραίτηση.

Μάταιο να περνάς απ’ το σπίτι
δεν έχω τίποτα να σε φιλέψω
απόμειναν άδεια ντουλάπια
απλήρωτοι λογαριασμοί
δίχως ρεύμα, οι συσκευές δεν δουλεύουν
δυο φέτες μονάχα ψωμί μουχλιασμένες
μαρτυρούν
πως μόνο υγρασία υπάρχει σε τούτο το σπίτι.

Κι όμως η αγαπημένη του είναι διαρκώς παρούσα. Είτε την επιζητεί είτε την αποκρούει, είτε την επιθυμεί είτε την αρνείται, είτε την εκθειάζει είτε την στιγματίζει. Της μιλάει άμεσα, σε δεύτερο πρόσωπο.

Σε λίγο θα έχεις φύγει
το ρούχο σου ριγμένο στη καρέκλα θα μείνει
το άρωμα σου στον χώρο
θα προδίδει την εδώ παρουσία σου
η μοναξιά θα ντυθεί την ύπαρξή σου
δίπλα μου θα πλαγιάσει
κι έτσι επιρρεπής που είμαι
θα τη δεχτώ
κι όταν το ρούχο της δίπλα στο δικό σου θ’ αφήνω
θα ψελλίσω τ’ όνομά σου.

Κι ακόμη

Σε νοσταλγώ με το πάθος, απόψε
του μελλοθάνατου
μ’ ένα λουλούδι στο χέρι
με τη γεύση του ονόματός σου στα χείλη
για καλημέρα.

Το όλο κλίμα του βιβλίου λοιπόν χαρακτηρίζεται από την απογοήτευση και την παραίτηση που ελάχιστα απέχουν από την αυτολύπηση. Και εκείνη ελάχιστα απέχει από τον ναρκισισμό. Πολλή μοναξιά, πολλή ερημιά, πολλά δάκρυα …Ο ποιητής φαίνεται να ταξιδεύει σε μια σχεδόν γαλήνια θάλασσα θλίψης.
Εγώ λοιπόν που έχω τα διπλάσια του χρόνια, θα ρωτούσα τον Ήχο Πλάγιο. Μόνο : «δεν είναι λίγο νωρίς για να πλαγιάσει; Δεν είναι λίγο νωρίς για να γεράσει; Δεν υπάρχει και ομορφιά σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν υπάρχει αθωότητα, δεν υπάρχει έρωτας και αγάπη; Δεν υπάρχει το πάθος της δημιουργίας; Και δεν θα άξιζε να μιλήσει κανείς και για όλα αυτά;» Από την άλλη, πρόκειται για ένα πρώτο βιβλίο και ο νέος ποιητής έχει όλη τη ζωή μπροστά να γράψει πάνω σε οποιοδήποτε θέμα τον συγκινεί και με οποιοδήποτε τρόπο επιλέξει.

Από την καθαρά ποιητική άποψη, τα ποιήματα της συλλογής, όπως και η συναισθηματική κατάσταση του ποιητή, παρουσιάζουν πολύ λίγες εξάρσεις. Είναι επαρκή, ικανοποιητικά, συμπαθητικά. Με στιγμές γνήσιας έμπνευσης. Ο Ιωάννης Τσιουράκης επιλέγει να μιλήσει απλά και λιτά και θεωρώ ότι αυτό είναι ένα πολύ θετικό στοιχείο. Αποφεύγει επίσης σε μεγάλο βαθμό τις ψευτοποιητικές λέξεις που κατά κανόνα βρίθουν στα ποιήματα των νέων ποιητών. Όμως μια μεγαλύτερη θεματική ποικιλία νομίζω ότι θα ήταν επιθυμητή.

Συνολικά και κατά τρόπο παράδοξο, μέσα από τη μελαγχολία και τη θλίψη του νέου ποιητή, αναδύεται μια αισιοδοξία. Όχι η χαζοχαρούμενη των ηλιθίων αλλά η αισιοδοξία ότι η ποίηση δεν κινδυνεύει, όπως έγραφα πριν από έξι χρόνια στον Κώστα Κρεμμύδα, τον εκδότη του Μανδραγόρα, με αφορμή την ανθολογία της αόρατης γενιάς, της γενιάς του 1990. Η ποίηση δεν κινδυνεύει για υπάρχουν πολλοί που συνεχίζουν όταν οι άλλοι πετάνε την πετσέτα στο ρινγκ. Η ποίηση δεν κινδυνεύει γιατί αποτελεί μια βαθύτατη ανάγκη του ανθρώπου. Και η ποίηση δεν κινδυνεύει γιατί υπάρχουν νέοι σαν τον Ιωάννη Τσιουράκη, με σοβαρότητα και ειλικρίνεια, με αγάπη, με ταλέντο και με αφοσίωση. Νέοι που, ό,τι και να πούμε εμείς, θα χαράξουν τον δικό τους δρόμο. Σ’ αυτή την ισόβια ανηφορική πορεία προς μια κορυφή που δεν υπάρχει, εύχομαι στον Ιωάννη Τσιουράκη κάθε επιτυχία και κάθε εκπλήρωση.


Τόλης Νικηφόρου

Η εισήγηση του Τόλη Νικηφόρου μου άρεσε ιδιαίτερα και η αναφορά του για τη ποίηση στο διαδίκτυο είναι σημαντική και έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για όλους εμας που ασχολούμαστε με τη ποίση στο διαδίκτυο. Φίλε μου Τόλη σε συγχαίρω και σ' ευχαριστώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: