Η Βικτώρια Καπλάνη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1961, σπούδασε Ελληνική φιλολογία στο ΑΠΘ και σήμερα διδάσκει σε σχολείο δεύτερης ευκαιρίας στη Θεσσαλονίκη. Ποιήματα της δημοσίευσε σε λογοτεχνικά περιοδικά και έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές : «Ήχοι-Απόηχοι» το 2007 και «Λευκές Συνομιλίες» το 2010 και οι δυο εκδόσεις Γαβριηλίδη.
Η Βικτώρια Καπλάνη αν και ανήκει στη γενιά του 1980 εμφανίζεται μόλις το 2007 και όπως έγραψε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στην Ελευθεροτυπία (22/2/2008) για τη πρώτη της συλλογή « είναι πως ό,τι προέχει και προξενεί τις καλύτερες εντυπώσεις στη δουλειά της Καπλάνη πηγάζει από την προσήλωσή της στις τεχνικές προσέγγισης και επαναπροσέγγισης του αντικειμένου της, από την αταλάντευτη εστίαση της προσοχής της στους τρόπους άρθρωσης και σκηνοθεσίας του λόγου της».
Εκτός από αποσπάσματα των δυο ποιητικών της συλλογών παραθέτω και δυο αποσπάσματα από την ανέκδοτη συλλογή «Φωτο-παίγνια» και ευχαριστώ τη Βικτώρια που μου τα εμπιστεύτηκε.
ΗΧΟΙ – ΑΠΟΗΧΟΙ (2007)
Είσοδος
[1998-2000]
αντί προλόγου
Στο μεγάλο ρολόι της πλατείας οι σπασμένοι δείχτες τον
κατάργησαν τον χρόνο.
Η σκιά της Αριάδνης καθρεφτίζεται
τα μεσημέρια στους δρόμους
καβάλα στο ποδήλατο περιφέρεται ανήσυχη
σαν να γυρεύει κάτι
ίσως και η ίδια να μην ξέρει τι.
Αριάδνη, εγώ σου το 'λεγα
ο θεός σου πέθανε
κι ο ήρωας που λάτρευες παρέδωσε τα όπλα
πάει καιρός, αλλάξαν οι εποχές
τώρα
το κουβάρι ξετυλίγεται πάνω στα βήματά σου
ο χορός του θρήνου
ο θρήνος του χορού
χαρτογραφούν αυτό που είσαι αλλά δεν γνωρίζεις
ο μίτος κι ο λαβύρινθος ένα.
β'
Όταν απ' τα βάθη τον ορίζοντα
ανάβει ξαφνικά ένα φως
σαν τη λύση στο αίνιγμα της ζωής σου
που τόσο επίμονα γυρεύεις
η λύση το καινούριο αίνιγμα
γυρίζω το βλέμμα κι όλα μεταβάλλονται
η δωρεά άλλον χαρίζεται
είναι υπόθεση μιας στιγμής
το σύμπαν τελεί και συν-τελείται.
Οι μεγάλες αλήθειες που απαγγέλλει η σιωπή
τυλίγονται με το ίσως
να μην είναι κι έτσι
και τις παίρνει ο ύπνος
άντε να περιμένεις πάλι το ξημέρωμα
όμως εσύ είσαι σπηλιά
-φοβάσαι;-
στο σκοτάδι σου όλα αρχίζουν κι όλα
επιστρέφουν εκεί.
ε
Κάποτε σ' αιφνιδιάζει ο χρόνος
με τις ελεύθερες πτώσεις του
ανοίγει πέρασμα
το περίγραμμα του νεκρού θεού
απαγχονισμένο δέντρο
σμιλεύεται και σβήνει
με το ναι και το όχι του φωτός.
Είναι η στιγμή που βλέπεις
πόσα ψέματα μετρήσαν τη ζωή σου
και βγήκε λειψή. Χάθηκε η επαφή, ζητάς
ν' ακυρωθείς για να υπάρξεις
όπερ άτοπον.
Απόψε η φωνή πιάνεται στο ρήγμα της ψυχής
η μνήμη φως εξ ακανθών και ας
χιονίζει λεύκες σ' ολόκληρη την πόλη
χιλιόμετρα πιο πέρα
σε μια άλλη πόλη
χιονίζει φωτιά
σε μια νεφέλη ο χρόνος διχάζεται:
η ψυχή παροπλισμένη
δεν λαμβάνει πια τα μηνύματα.
αντί επιλόγου
Κατά τ' άλλα
ο χρόνος συνεχίζει κρυφά την αναρρίχησή του μέσα μας
τυλίγεται γύρω από τα σώματα μέχρι να τ' αφανίσει
η ζωή επιμένει,
σαρκάζει ανελέητα
ό,τι ανομολόγητο στο βάθος μάς πονάει
και την ίδια στιγμή βάζει τα καλά της και προκαλεί:
όποιος αντέξει.
Αριάδνη,
οι καιροί αλλάζουν
ζητούν τα δικά τους παραμύθια.
Ήχοι – Απόηχοι
[2003-2004]
ΙΙ
Ο ενεστώς της αγωνίας
απουσία
η αβάστακτη παρουσία
πέρασαν κιόλας τέσσερα χρόνια
η σειρήνα του ασθενοφόρου
το ράγισμα της γλώσσας
ο αγώνας της μνήμης
να συλλέξει
τα χαμένα βλέμματα
τα κεντρικά πλάνα
η μνήμη υπόθεση ατομική
πεθαίνει μαζί μας;
Ώρα την ώρα εκείνος ιδιωτεύει
απομακρύνεται
κόκκινα φύλλα λουσμένα φως
σταλάζουν στον ύπνο μου
κι άξαφνα ένα αεράκι ψυχρό
με σηκώνει ψηλά
σαν τους χαρταετούς που τόσο αγαπούσες
(θα ήθελες όλα αυτά να είχαν ειπωθεί
η ύστατη εκπνοή τόσο ανώδυνη να 'ταν!)
Σβήνει μαλακά
ψυχή καταπονημένη από
ολόκληρου αιώνα
τη θύελλα
—ανακάλεσε με—
στην άλλη μέρα
γίνεται εικόνες
αφηγήσεις πολλαπλών αφηγητών
μόνωση
τίποτα δεν φτάνει σε μένα
μόνο
στο φιλόξενο βλέμμα του ζώου
η παραμυθία
της ετεροχρονισμένης ενηλικίωσης
η αλλαγή ρότας
Σ' ακολουθώ
και μετά την αποχώρηση μου
παίρνω τις μορφές τον αγνώστου
με το μακρύ παλτό και το καπέλο
εμφανίζεται στον ύπνο σου
μιλά σε ακατάληπτες γλώσσες
λόγος ιερατικός
για μυημένους
και σ' αφήνει
πάλι στη σιωπή
το όλο και το τίποτα
το ακίνητο σημείο
εκεί μάταια επιμένεις να ισορροπείς
μέρες χθόνιες ανελέητες δείχνουν τα δόντια τους
βιάζεσαι το κεφάλαιο αυτό να κλείσει
(τι αφέλεια!)
ή τώρα ή ποτέ
το εξόδιον μέλος
από τη μέσα πλευρά την αθέατη
αρωγός ο χρόνος
συνθέτει
το φινάλε
αδιόρατο
άφευκτο όμως και δικό σου (εντέλει!)
V
Τα λόγια τα ανείπωτα
δεν χάνονται ποτέ
φωλιάζουν στο σώμα
ασφυκτιούν μέσα στα όργανα
κρύσταλλοι πάθους
εμποδίζουν την αιμάτωση των ιστών
το σώμα βαραίνει
γίνεται δύσκαμπτο
αν όμως... τότε ναι...αλλά όχι
κλείνουν οι δίαυλοι σώμα
αδιαπέραστο από τα σημαίνοντα
ό,τι είναι τώρα να συμβεί ήταν
-στιγμές μόνο ο χρόνος αίρεται—
έπειτα πάλι οι παρεμβολές
πόσες μεταβλητές στην επικοινωνία
ανοίγουν δρόμους
αδιάβατους
Τη βλέπω μέσα από τους χρωματιστούς
συνδυασμούς των γυάλινων κατόπτρων
μέσα από το φως του κεριού
το εύθραυστο βλέμμα
του ανθρώπου που δεν έχει βρει ακόμη τη φωνή του
(πόσο λάθος το απόλυτα σωστό!)
μια κατασκευή σύμφωνη με
τα ρομαντικά στερεότυπα
διάσπαση, απομόνωση, μελαγχολία
το φως παίζει τα δικά του παιχνίδια
το ήμισυ του προσώπου πασπαλισμένο χώμα
από την ιλύ και την ύλη των συναισθημάτων
τα δάχτυλα
χάρτινα ομοιώματα
δίχως βάρος
το θρόισμα του δάσους μακρινό
κι ο ήχος του νερού μακρόσυρτος
εκεί να πάει
(και πώς το παραμύθι ν' αληθέψει!)
πράξη γυρεύει ο κίνδυνος
ό,τι στ' αλήθεια αγαπά
το ένα κι αναντικατάστατο
(μην πάει ο νους σας στο παιδί - σ' αυτήν την ιστορία
δεν υπάρχει)
να πέσει στην πηγή
κι εκείνη θυσία στα νερά
να το γυρίσει πίσω
και τότε θα έχει πάλι δύο γήινα λευκά χέρια
και την κραυγή -τον προ-λόγο- δικό της
και μέσα απ' αυτήν
τον πρώτο λόγο
τότε
πότε;
ποτέ;
VII
“Η τέχνη υπάρχει
...επαναφέρει... ...
μορφή...ζωή...
βρίσκουμε...
τους αληθινούς συγγενείς μας»
είπε πάλι σήμερα ρητορεύοντας με αυταρέσκεια
σημαδεμένος από τον χρόνο
(πόσες φορές τα ίδια λόγια χωρίς λόγο!)
παλεύοντας να κρατήσει ένα σπινθήρα στο βλέμμα
Όταν ο έρωτας του άλλου διαφέρει
από τη δική μας εικόνα για τον έρωτα
η καταδίκη του βέβαιη
κι η δική μας γεγονός
μιλούσε για την πανοραμική εικόνα του ποιήματος
κάτι για κινηματογραφική γραφή
(η εγγραφή έχει φθαρεί - παλίμψηστος η μνήμη)
για το θέατρο των Αλεξανδρινών
η φωνή του ανακαλεί ήχους
ελκυστικούς
ακατανόητους
το είδωλο του δεν έχει σχήμα
είναι ψίθυροι, φωνές
αυτάρεσκες στον ήχο τους
ο ήχος των λέξεων σε πάει στο βυθό
στο βυθό των λέξεων
βρίσκεις τα πράγματα
τον έρωτα
όλα για μία φορά
και για πάντα
ο σαλτιμπάγκος τον αποκαθηλώνει τώρα
παίρνει, τη μορφή του
παρωδεί τα λόγια του
χορεύουν μαζί ένα θεότρελο βαλς
και γίνονται πρόσωπο ένα
το κορίτσι εμμένει
στην εσωτερική αναπαράσταση του άνδρα
με ένα υφαντό από λέξεις
ταραχή
τα σταθερά σημεία της αντίληψης
μετακινούνται διαρκώς
μόλις συντεθεί η εικόνα
αποσυντίθεται σε στίγματα φωτός
στροβιλίζονται στα μάτια της
η όραση θολώνει
το αίνιγμα διαρκώς αναπαράγεται
επιμένει
(πόσο δύσκολο ν' αγαπάς έναν ίσκιο
να είσαι ο ίσκιος ενός ίσκιου
κρόνιου που
συσκοτίζει τις αιχμές των αισθημάτων!)
πόσες περίπλοκες συνθέσεις
πόσες μάταιες ερμηνείες
(αλλού είναι τα αινίγματα
που από δειλία
δεν φρόντισες να λύσεις)
μόλις βρεις τα σκούρα
ξαναγυρνάς στο παραμύθι
αναβιώνεις
την απώλεια της ψαρίσιας ουράς
τις μαχαιριές των ποδιών
της γυναίκας που αρνήθηκε τη φύση της
για την αγάπη
ή μήπως για την αθάνατη ψυχή;
Τότε ύβρις
θεοδικία
η μοναξιά της κόλασης
να μην αντέχεις στο πλευρό σου
άλλη παρουσία καμία
ο Φάουστ περιέχεται
στη γυναικεία ψυχή
μόνο που (εξωραΐζοντας) αντιστρέφεται
ο αφέντης
Οι απαντήσεις έρχονται
πάντοτε κατόπιν εορτής
Χ
Χάλκινος ουρανός
κι ένα αργυρό μισοφέγγαρο
γυαλίζουν τα νερά
τα σπίτια στο χρώμα του χαλκού
αντικατοπτρίζουν τα είδωλά σου
με τη σειρά
κοίταξα το πρόσωπο μου
στο παγωμένο χιόνι
κι είδα το πρόσωπο τον πατέρα
βλοσυρό αλλά απελπισμένο
μια τοιχογραφία με ευκρινή περιγράμματα
σχέδια και χρώματα
η στρωματογραφία των επιχρισμάτων
όλα δυνάμει
εγγεγραμμένα εντός μας είναι
τα έργα της ψυχής εγκαταλείπονται, σήπονται
γεννούν άλλα έργα
ο μόχθος επιστρέφει στη γη
το νόημα
το χαμένο σημείωμα
μέσα στην ακαταστασία της καθημερινότητας
και δίπλα σου να 'ναι δεν το βλέπεις
η ανάμνησή του
κινούμενη άμμος
το δίχτυ να πιαστείς
κι από κει ολοένα δραπετεύεις
«Οι άλλοι πάντα γύρω μου ένα ποτάμι
εκεί βρίσκω τον δρόμο μου κι εκεί τον χάνω»
έλεγες
πλάνη το παρελθόν (πώς να γίνει αλλιώς;)
πλάνη γητειά το αύριο
μια δέσμη ανυπόστατων ελπίδων
ή μήπως όχι απλώς
η ανάγκη της συνεχείας
υπενθυμίζει πως η αναζήτηση
συνεχίζεται εντός της ασυνέχειας
η γλώσσα τολμά
ανοίγει την πόρτα
ρίχνει το κουβάρι στον δρόμο
ονομάζεις τα πράγματα και τις σκιές
(προπάντων τις σκιές)
παιχνίδι στοίχημα
αδήριτη ανάγκη
η εναρμόνιση των τωρινών ήχων
και των απόηχων (εν μέρει)
δημιουργών τους
η σύνθεση του προσώπου
(αγωνιά να ανα-γνωρίσει τα συστατικά του)
να υπάρξει εντέλει
στην πλήρη λόγου σιωπή
ΛΕΥΚΕΣ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ (2010)
Λευκές Συνομιλίες Ι
[2005]
Το σκηνικό επαναλαμβάνεται
πάλι η βροχή
τώρα στην άλλη πόλη
επιλήσμων άγγελος
διπλώνει φθαρμένα ειλητάρια
η ύλη των ειδώλων
η ύλη της νόησης
ο ένας απέναντι στον άλλο
οι σελίδες μας αγγίζουν η μία την άλλη
στροβιλίζονται οι λέξεις
η εγκατάλειψη του εγώ στη ροή
των λέξεων
κοιτάζω εσένα
κοιτάζεις το μαύρο μελάνι να τρέχει
στο χαρτί
ροή του χρόνου
οι λέξεις αγωνίζονται να επιβιώσουν
(ο πυθμένας με τα μυστικά όστρακα
και τα δροσερά κοράλλια
στα λόγια τον γύρευες να τ' αγγίξεις
να βυθιστείς να αναδυθείς
στην άκρη τον ορίζοντα
να πάρεις το δρόμο τον άγνωστο
δικό σον)
«αυτό το μελάνι
δεν κάνει για μένα
αργεί να στεγνώσει
αν η κόρη μου βάλει στο στόμα της
τις μαύρες λέξεις
θα κινδυνεύσει» είπες και
όλα άγγιγμα δύναμης ιερής
κι όλα ζωή είναι
να βλέπεις σημαίνει
να δημιουργείς το παρόν
να κρατήσεις
ό,τι επέπρωτο να χαθεί
ν' ανασύρεις το σώμα
[φλεγόμενο στης μακρινής νύχτας
τα συναπαντήματα)
ένα κόμπος στο λαιμό
ο αέρας λιγοστεύει
επανέρχεται η μνήμη της θάλασσας
ψηλά από το κάστρο
τα λέπια του ήλιου στο σώμα σου
μια πόρτα κλείνει
διάτρητο φιλί
στο τρυφερό αγκάλιασμα
το χάος δείχνει την αύρα του
κάτι χάθηκε
-θάψον τους εαυτού νεκρούς-
γεννά την αναζήτηση
κάτι να βρεθεί
(χαρτοκόπτης
απελευθερώνει άγραφα ποιήματα
αίμα στα δάχτυλα
αντηχείο των αισθημάτων)
...........................................................................
Τα μηνύματα ελήφθησαν
δίχως σχόλια
έπειτα
τα λόγια η μάσκα της σιωπής
έδωσαν πάλι μιαν αβέβαιη παράσταση
φευγαλέα συναπαντήματα
συναντήσεις του βλέμματος
παιγνίδι αντικατοπτρισμών
-η προσφιλής μας τακτική-
διέγερση του κενού
kindred souls
δυο φύλλα του ιδίου δέντρου
ο συνομιλητής
η θρυαλλίδα της δημιουργίας
απών
ο τρυφερός καθρέφτης
άεργος ανενεργός
(τελετουργικές κινήσεις των χεριών
λέξεις σύμβολα της ανάκλησης)
καλείσαι να αποκαθηλώσεις τα είδωλα
αγγίζοντάς τα απαλά
με φτερουγίσματα μη σπάσουν
και χαθείς
ένα ναι
αποτεφρωμένος άγγελος
μέσα στο συρματόπλεγμα τον όχι
ο άγγελος σον μια σκιά
συμφιλίωση
γλιστρά μέσα από τα δάχτυλα σου
διαδρομή του σώματος στο άλλο σώμα
(η χλόη ανάμεσα στις πέτρες
ανάμεσα στις ρωγμές τον σώματος σον
τα μικρά πλάσματα της γης
πώς ανασαίνονν)
κατάφαση
ζυμώθηκαν οι λέξεις
με της δειλής αγάπης το προζύμι
έγιναν εσύ
εισέρχεσαι σε ενεργειακά πεδία
του αίματος
βίαιη μοναξιά και πάλη
η στιγμή που τίθεται ένα όριο
η ίδια η στιγμή της υπέρβασης
ό,τι δεν έχουμε ζήσει υπάρχει
((Bars of silence crossed the mouth
decorates it»
ο απών παρών δίπλα σου
εφάνη εναργής
η συνύπαρξη εντός του ιδίου χώρου
σημείο απομακρύνσεως
αδυνατώ να βρω τη συνέχεια
η αλληλογραφία
βέλη καρφωμένα σε γόνιμη γη
-γράμματα που αρνούνται να γραφτούν-
(σμήνος πουλιών
κυκλώνει το βλέμμα μου
ριπές της λήθης
στον κήπο των γαλάζιων ρόδων)
άγγελος πανσέληνος
αμίλητος στο ανοιχτό παράθυρο
οι οιωνοί σιωπούν
ανάμεσα στο θεϊκό και την απουσία του
σχοινοβάτης σε ασταθή ισορροπία
γυρίζει ανελέητα ο κύκλος
κι εμείς μαζί του
σε παράλληλες τροχιές
ίσως κάπου
το βλέμμα αγγίξει το βλέμμα
κι αναγνωρίσει το δικό του βλέμμα
προς το παρόν
ήχοι παράταιροι λέξεις οικείες
και άδηλες
γυρεύουν να αποδράσουν
ο αφανής οικοδεσπότης ανοίγει τα κελιά
τότε εξατμίζονται
ανεβαίνουν στα σύννεφα
γίνονται χρυσή βροχή
πέφτουν στα μάγουλα ενός εφήβου
τον μαγεύουν
τον κάνουν δικό τους για πάντα
Λευκές Συνομιλίες ΙΙ στη Β.Μ.
[2006]
Τώρα
μόλις δύσουν τα χρώματα της σκηνής
το προστατευτικό γυαλί θα γίνει θρύψαλα
Τώρα θα κοιτάξεις το πρόσωπο στα μάτια
μιαν εκδοχή του προσώπου σου
(το φύλλωμα των δέντρων
το δέρμα σον
γυναίκα-δέντρο
θροΐζεις )
φευγαλέα αδιόρατα σήματα
την έφεραν στον ήχο της φωνής σου
έστω μια φορά
την έσχατη
ο άγγελος φόρεσε το χρυσαφένιο δίχτυ
μέθυσε κι αιχμαλώτισε τις μοίρες
έστω μια νύχτα την έσχατη
ένα ζευγάρι μάτια
βλέπουν στον ήχο την εικόνα τους
τότε και τώρα
σαν να στοίχειωσε ο χρόνος
το δωμάτιο -δεν θυμάμαι το χρώμα του-
μίκρυνε πάλι έγινε ένα παλιό
βραχνό ραδιόφωνο
πήρε ρόδινο φως η αίθουσα
θαρρείς υπερκόσμιο
δεν το βλέπουν οι άλλοι
αισθάνονται μόνο την παρουσία του
(μια ελεγεία στο φεγγάρι
βροχή από χρυσές ψηφίδες
στο τετράγωνο παράθυρο)
τώρα θα μιλήσεις
δεν έχεις επιλογή
φεύγει
είδες την παράξενη λάμψη στα μάτια
άκουσες τη δύναμη του μετάλλου
να τραγουδά την επιστροφή
«πάμε κι εμείς στην»... όχι, εγώ μόνη μου πάω.
πού;
ένα βελούδινο σύννεφο
αντιστρέφεται τυλίγει τα άστρα
σκοτάδι ρίξε τη γέφυρα
μόνο ένα ρεύμα υπόγειο
στον αέρα σε πάει
σε τροχιά ελλειπτική
δεν έχεις βήματα μόνο παλμούς
δονήσεις κρουστών
ηχοχρώματα της νύχτας
(στο πράσινο της λίμνης
μειλίχιο φως γλιστράς
πάνω στα νούφαρα ο ύπνος της αγάπης)
τώρα προβολή μιας εκδοχής
ενός ματαιωμένου προσώπου
αποχαιρετισμός ενός εγώ
που δεν άνθισε ποτέ
-δεν τόλμησε ν' ανθίσει ποτέ-
υπάρχουν κάπου μέσα μας
οι αληθινές βεβαιότητες
αυτές που φορούν τη μάσκα
των υποθέσεων του μη πραγματικού
τα αν... τότε...
ο τοίχος κινείται
μεγαλώνει
το είδωλο σβήνει τη σκιά του
η πόρτα ανοίγει
Ο άγγελος προπορεύεται με μιαν αγκαλιά
φθινοπωρινά χρυσάνθεμα
εσύ με τα χέρια αδειανά
έτοιμη να το βάλεις πάλι στα πόδια
ενώ μια μεταξένια ανάμνηση
αλλοτινού ονείρου
περνά ανέπαφη τα σύνορα του τώρα
διάφανα λόγια από το βλέμμα δραπετεύουν
...............................................................................
Το φεγγάρι γεμίζει
«όλα μου λεν πως έχεις κιόλας φύγει»
τρεις μέρες πριν
από την αυγουστιάτικη πανσέληνο
σβήστηκε το φως
στο μετάξι
την τύλιξε η νύχτα
τη φυγάδευσε η αυγή με μια πνοή
«και πια δεν περιμένω...»
τώρα η μνήμη ,
πλάθει τις δικές της ιστορίες
τους δικούς της φανταστικούς διάλογους
(μη γελιέσαι,
πριν το ίδιο δεν έκανε;)
ανέγγιχτη
ανέπαφη
φυλλαράκι πράσινο στο ρεύμα του νερού
κι άλλοτε χρυσαλλίδα έντρομη
στα τσιμεντένια κτίρια
στην άσφαλτο
βαφτίζεται το φως
(εδώ δεν έχει άστρα ο ουρανός
σε φωνάζω κι η φωνή μου
αύρα ψυχρή γυρίζει εντός μου)
το σπίτι που το 'παίρνε ο αγέρας
η κληματαριά
ο μικρός λοφίσκος
-το πρώτο πάλκο σου—
επιστρέφουν μέσα σε γαλάζιο φως
εναλλασσόμενα σκηνικά
στο νέο άγνωστο μοναχικό τοπίο
της περιπλάνησής σου
σ' αφουγκράζομαι
- «θέλω ν' ακούω την ορχήστρα
να παίζει... κι εγώ να τραγουδάω...
να τραγουδάω...»
η αύρα σου
ακόμη αχνοφέγγει
την ύστατη ώρα
το χέρι της μητέρας
σήκωσε το βάρος της φυγής σου
- σκεπάστε τους καθρέφτες
- «ουκ έστιν ώδε»
-
μια λυγαριά ο άγγελος
σέρνει στο χώμα το χιτώνα του
σε γυρεύει ασημένιος
εν τη σκοτία
Έφυγες κι αίφνης
μιλούν όλοι για σένα
περίτεχνα λόγια αυτάρεσκα
σαν στοιχειωμένο άλλοτε
δίχως αύριο
«θα μας ξεχάσουνε την Πέμπτη
το Σάββατο την ίδια ώρα θα αναστηθούμε»
(ναι, στις γραμμές τον κόσμου
θ' ανταμώσουμε πάλι μία μέρα
αγέρας εσύ κι εγώ βροχή
κι ένα κορίτσι θα τραγουδάει
νότες-άστρα και θα στολίζει
μ' αυτά το δωμάτιο του
για να iχει ο λόγος φύση)
εγώ μνημονεύω
ο αδιάβατος χρόνος να προβάλει
φιλικό μονοπάτι μέσα από ανθισμένες λεμονιές
να το περάσεις
εγώ μια ραγισμένη φωνή
μια αφήγηση χωρίς αποδέκτη
«brazen tears»
το δώρο που άφησα να φύγει
εκείνη το γύρισε πίσω ακριβότερο
φωνή ρωγμή στο χρόνο
ιδεατός τόπος η ποίηση
για το άτοπον της επαφής του
εγώ με το εσύ-εγώ
με διώχνει
amor fati
(είναι και αυτό μια ερμηνεία
-αμήχανη έστω-
αλλά ερμηνεία)
προκάλυμμα της ύπαρξης
η δημιουργία
αν σε εγκαταλείψει βγαίνει στο φως
αυτό που σε βαραίνει
το αληθινό σου πρόσωπο
Ο άγγελος χάθηκε στο δάσος
με τις οξιές
το άλλο πρωί κρύσταλλοι λευκοί
στα φύλλα της αγάπης
σβήσε τα κεριά
το κάστρο ερήμωσε
κι οι σκιές το εγκαταλείπουν
το δικό σου πρόσωπο
το δικό της πρόσωπο
μια ιδέα
ένα παιχνίδι του μυαλού
Αυλαία
Η παράσταση
-αν το κατάλαβες-
μόλις τώρα αρχίζει
Φωτο-παίγνια
IV. Κατάδυση
Εσύ και τα πράγματα
μια ύλη αξεδιάλυτη
τοπίο θολό ανεξιχνίαστο
να βυθιστείς εντός του
βλέμμα και είδωλο ένα
οι ρίζες του δέντρου στο στέρνο σου
γλιστράς αργά στην ενδοχώρα
εντός φωτεινού κελύφους
όλα εκεί ίδια και διαφορετικά μαζί
οι αλήθειες σου κλαδάκια του ανέμου
εκεί μεγαλώνει αργά
φλεγμαίνει
ο δικός σου κόκκινος ήλιος
στο φιλμ αποτυπώνονται
αδιόρατες αισθήσεις
αναζητάς αυτό που θα υπάρξει
επιμένεις ν’ αγνοείς το υπάρχον
***
Κινούμαι αργά
σε σπειροειδή τροχιά
εγώ ο διπλός καθρέφτης
η μία διπλή είσοδος
ψίθυροι του αιθέρα
μεταγράφονται στο σώμα μου
ο χώρος διάστικτος
απλές αρμονίες και καθαρούς χρωματισμούς
κατέρχομαι στο φαινομενικά αδρανές τοπίο
σκοτεινά ηχοχρώματα
επιστρέφουν πάνω μου
χρησμοδοτώ τη νοσταλγία
αντιστρέφω τα φαρμακερά βέλη
το εσωτερικό φως να ξημερώσει
***
Ίχνη του αδιαμόρφωτου μικρόκοσμου όλο και πιο δυσανάγνωστα ξεθωριάζουν οι σκιές αλλάζουν τις διαστάσεις των πραγμάτων αδήριτη ανάγκη η διαφυγή στο απρόσωπο ενύπνια θραύσματα είδωλα σκέψης αντιστρέφονται γυρεύουν την πληρότητα της μορφής την ες αεί μεταβαλλομένη
X. Επίκληση
Ερμητική της μορφής
πένθος μαγνήτης αδυσώπητος
έχει αρχίσει να υφαίνεται από παλιά
δεν μπορείς να διαφύγεις
ούτε να υπάρξεις χωρίς αυτό
υποταγή στο τετελεσμένο
εγγεγραμμένο ήδη στη συνείδηση
ανέγγιχτη μορφή
οδηγός πέραν του εφήμερου
η δυσαρμονική της όψη
επιμένει στο κόκκινο
γήινη αναλώσιμη και φθαρτή
αληθινή σαν την ανάσα
να ενδώσεις
να ιδείς την πολλαπλότητά της ύπαρξής σου
***
Είσοδος σε μια κρύπτη
παλαιός ερειπωμένος ναός
οι τοιχογραφίες έχουν ξεθωριάσει
οι μορφές μεταλλάσσονται στο φως
από τις χαραμάδες της συνείδησης
εισέρχομαι αίφνης στην εικόνα
εγώ αναβαλλόμενο δίλημμα
η γυναίκα διπλή μορφή
ασκητική και θυελλώδης
το βλέμμα κρύβει απουσία
τα χέρια της σιωπής
αναπαύονται
στα ύδατα γαλήνιας μήτρας
ένα βιολετί φτερούγισμα
της νοσταλγίας και της θύμησης
μια μελωδία
καταστροφή και δημιουργία
η αέναη θυσία της μεταμόρφωσης
γλιστρώ ανάμεσά τους
με προσδοκία και τρόμο
επίκληση
ανάκληση
επιστροφή
***
Λησμονημένοι τόποι ονόματα βυθισμένα σε δύσβατες ατραπούς του ανεκπλήρωτου ύδατα πικρά της προσμονής αναβαλλόμενες απαντήσεις αερικά φτερουγίζουν την ψυχή του αναχωρητή και του ακόλαστου αναζητούν μορφή αναμέτρηση με την αδράνεια και την τερατώδη μάσκα του ιδανικού ψίθυροι ακατάληπτοι εν τη σκοτία αλλεπάλληλοι κυματισμοί de profundis έκκληση για αγάπη και φώτιση
2 σχόλια:
Έχω πέντε σχόλια, Aνδρέα, για το αφιέρωμα αυτό :
1. Γιατί δεν υπάρχει άλλο σχόλιο;
2. Παρακαλώ να προσέχουμε τις χρονολογίες, ιδίως εκείνες της γέννησης. Η Βικτωρία Καπλάνη αποκλείεται να γεννήθηκε το 1961. Μήπως ήταν το 1971; Ή το 1981;
3. Χαίρομαι που, με πλήρη επίγνωση του βεβαρυμένου σου (μας) παρελθόντος, έκανες το αφιέρωμα σε μια Βικτωρία και όχι σε μια Βίκυ.
4. Η εντύπωση μου από τα ποιήματα είναι θετική και σκοπεύω να τα ξαναδιαβάσω με μεγαλύτερη άνεση χρόνου.
5. Ομολογώ ότι είσαι φοβερός κυνηγός (γυναικείων) ταλέντων.
Για τη χρονολογία κι εγώ την αντέγραψα. Πιθανόν να είναι τυπογραφικό λάθος.
Το Βικτωρία σίγουρα είναι ξεχωριστό, όπως κι η ίδια.
Η ποίηση της Βικτωρίας μου άρεσε και όταν τη μελετήσεις Τόλη μου, να τη κουβεντιάσουμε με τη παρουσία της.
Και χαίρομαι που οι παρουσιάσεις που κάνω αρέσουν σ αυτούς που εκτιμώ και σαν ανθρώπους και σαν λογοτέχνες.
Δημοσίευση σχολίου