30 Ιαν 2012

Ευτυχία Παναγιώτου


Η Ευτυχία Παναγιώτου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1980. Σπούδασε φιλοσοφία στην Αθήνα και νεοελληνικά στο Λονδίνο. Εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων, ασχολείται με τη μετάφραση ποίησης και γράφει άρθρα σχετικά με τη λογοτεχνία σε περιοδικά και εφημερίδες. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, στα ιταλικά και στα γερμανικά. Έχει γράψει τη συλλογή ποίησης μέγας κηπουρός (Κοινωνία των (δε)κάτων, 2007)και τη  Μαύρη Μωραλίνα  (Κέδρος 2010) το οποίο ήταν υποψήφιο για στα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας στη Κύπρο το 2010.




Ο ΜΕΓΑΣ ΚΗΠΟΥΡΟΣ


το κεφάλι μου σύμπαν ολόκληρο


μου αρέσει να κοιτώ τις σκέψεις μου σαν χάνονται
στο διάστημα ορφανές και
ξαναβρίσκονται στο στόμα άλλων,
τις κινήσεις σαν μιμούνται αγριανθρώπων και
επιστρέφουν σε μένα ξένες.
ωραίες σαν το κεφάλι μου — εκσφενδονίζεται
συνένοχο.




ανείπωτες λέξεις 


φοβάμαι την κουκουβάγια στο λαιμό σου
τ’ ανείπωτα λόγια, πριν απ’ τον πυρπολισμό
τις αναβάσεις μας σε ράφια σαν βιβλία,
διανοητικές ανταλλαγές, ερωτευμένων ματιές,
κι όλα τα όνειρα που ξυπνούν τα βράδια,
περιπλανώμενες γάτες.
τα λόγια που ηχούν σαν βδέλλες
τα «έτσι είν’ η ζωή», τα «τι να κάνουμε;»
τα υγρά χαρτομάντιλα, τα σκισμένα γράμματα
τις φωτογραφίες τις ζεστές και τις κινούμενες
μνήμες, μνήμα·
το αξημέρωτο αύριο.
η σκουριασμένη κουκουβάγια στο λαιμό σου
το σπάραγμα των ονείρων μου
η κατακρεούργηση της γυναίκας
εντός μου: θύμησες θέλω θάνατος
η σκιά μου. 


η δικαιοσύνη σου δικαιοσύνη μου 


ο άνθρωπος που ξερίζωσε το σπίτι του
δεν ήμουν εγώ· φήμες ήταν πως είμαι προδότης.
γιατί τις ώρες που σηκωνόμουν χαράματα
ν’ ανοίξω την πόρτα, εκείνη έκλεινε
ορμητικά, με μίσος,
τα δάχτυλά μου σπάζοντας.
μένοντας μ’ ένα χέρι, το «κακό»,
έγραφα επιστολές, απεγνωσμένα,
προς ιερείς και φίλους και συντρόφους.
στα τελευταία, άρχισα να στέλνω απλώς επιστολές:
εξομολογήσεις δίκην δικαιοσύνης.
εξομολογήσεις για δικαιοσύνη.
εξομολογήσεις πνιγμένο δόντι.



Παραμιλητό 

κενός ο ύπνος,
όταν ξυπνάω βλέπω
το κεφάλι μου σ’ ένα πηγάδι
να φωνάζει,
ένας αχταρμάς
τα λόγια μου ανταποδόσεις
στη βασιλεία
του ασήμαντου και οι τύψεις
να εμποδίζουν
τα θέλω
το αύριο μοιάζει
αστραπή, θεός
απεμπολημένος στον τάφο 
μ’ ένα τριαντάφυλλο
–δεν το ’κοψες–
η αυτόματη ομιλία ο στόχος μου
στο κέντρο η καρδιά,
μες στα μαχαίρια!
μα χαμογελάει,
ένας κενός ύπνος κι όχι όνειρα,
τι εφιάλτης να μην έχω όνειρα!
ένας πανικός και τον ακούω
πανικός το ανεξέλεγκτο!
σε βλέπω.
φεύγεις φοβισμένος.
–αβοήθητη–




η γυναίκα παρακεταμόλη

θα μπορούσε να ήμουν εγώ εκείνη
η κατσαρίδα πέθανε τρέχοντας
γύρω από συνταγές μισοκαμένες.
τώρα λιωμένη έγινε πολτός μικρός και
μολυσμένο λίπασμα, η κάθε μέρα,
τόπος ξένος, δεν έχω πια πού να βαδίσω.
κλείνω τα μάτια, περπατώ σε σκοινιά,
να νιώθω τίποτα δεν θέλω η γυναίκα
ωθούμαι, στο τέρμα είσαι και χαμογελάς,
λες, μπροστά κοιτώντας δεν υπάρχει μέλλον.
τούτη η γνώση με γεμίζει δύναμη.




Προβολή 



με άγγιξες και δείλιασα.
ήτανε μια στιγμή αφύπνισης,
η στιγμή του χαμαιλέοντα χωρίς το δέρμα του.
η συγκίνηση του φόβου εντός μου — έρχεσαι.
αυτή που μένω είμαι σώμα, καρδιά που
έχω ήδη φύγει.
δεν δείλιασα: δεν με άγγιξες.
στα μάτια μου είχες διαβάσει δόλια. 


Αλφαβήτα 

η γραβάτα σου, λέξη δεμένη κόμπος στο λαιμό μου
ασφυκτικά απ’ το περίμενε, το μήλο θα σαπίσει
άγουρο, το μέλλον μου φοβάμαι παρελθόν μη γίνει
ξεχασμένο, όπως στα όνειρα, ζωή τυφλή θα ζω
νομίζοντας βηματισμούς πως κάνω προς τα εμπρός
ενώ αντίστροφα κοιτώντας το ρολόι υπολογισμούς
θα κάνω με ληγμένα γράμματα. 


Σύλβια 


αθετώ τις υποσχέσεις μας, μαμά.
όμως σήμερα σου γράφω, η μέρα είναι αλλιώς. 


το πρωί, τα πήγα καλά με τα ταξί.
ο οδηγός έδειξε να προτιμάει τις γυναίκες.
πήρα και μια μικρή αύξηση, για τις ιδέες μου, είπανε,
προτού τονίσουνε το πόσο νέα είμαι.
το μεσημέρι στο λεωφορείο, «έχεις μπροστά σου
μεγάλο δρόμο», μια ηλικιωμένη μού ψιθύρισε με νοσταλγία.
στα νιάτα της υπήρξε συγγραφέας, τώρα κυκλοφορεί
με μια σακούλα σκουπιδιών για το αεροδρόμιο,
με τα παλιά, επίσημά της ρούχα.
μου φαίνεται, ανταλλάξαμε χρόνια, μαμά· έχω ωριμάσει.
οι φίλοι με γνωρίζουν καλά στο μεγάλωμά μου, εσύ
θα με θυμάσαι στις παλιές μου δόξες. 


γιατί δεν κράτησα την υπόσχεση να σ’ τα λέω όλα
σου κρύβω τα μισά — θέλω κάποιος να μ’ αγαπάει ακόμα. 


προχθές κάποιος αλήτης με είπε αθώο κοριτσάκι
και πήγα σπίτι ψάχνοντας για κάποιο χάπι,
από την τόση ειρωνεία, μαμά, για να κοιμάμαι.
τρώω λίγο· στον ύπνο μου κυκλοφορούν φαντάσματα.
όμως, αγόρασα αδιάβροχο για τις καινούργιες μπόρες. 


έχω γίνει μια γούβα από λάθη, μαμά.
καρδιά αδειανή, στην τσέπη νόμισμα
και το μυαλό μου στροβιλίζεται, εκκρεμότητα μεγάλη.
ο Α. μού είπε πως τα όνειρά μου είναι μεγάλα,
ο Β. μού είπε πως δεν έχω όνειρα μεγάλων,
λόγια πικρά, μετράω θύμησες· η ιστορία.
παραμονεύω με το κλεφτοφάναρο, μαμά,
κοιτώ έναν κόσμο που δεν κοιτά. 


έχω ετοιμάσει δυο ζωγραφιές να με θυμάσαι.
αθετώ τις υποσχέσεις μου, μαμά.
θα ’θελα να ’ξερες απλώς ότι φοβάμαι.



Μαύρη Μωραλίνα 

χαράζει το χέρι, πάει να πει νοσοκομείο 

στο βιβλίο μου ζωγραφίζω ένα τρίγωνο.
στην επάνω γωνία ο θεός, στην αριστερή η γάτα μου,
στη δεξιά το μολύβι.
είν' ένα μαγικό τρίγωνο
γιατί
σε μια προέκταση της μνήμης μου
ανεπιθύμητη
οι γραμμές ατονούν και χαλαρώνουν και κινούνται πέρα δώθε
κι ο θεός γίνεται μαύρη ιέρεια, η γάτα μου πάνθηρας,
το μολύβι μου στυλό. 
ο πάνθηρας αχόρταγος" ποθεί την ιέρεια,
το στυλό ανεξίτηλο' τον εκδικείται,
έτσι αφανίζονται τα άκρα
και σώζεται
μονάχο του το θηλυκό
ανίδεη από εξουσία
κέρδισε μια μάχη που αγνοούσε. 
λευκός θίασος — έλαχε σ' εμένα,
κάποιο δώρο θα 'ταν της ανάγκης,
που με το ραβδάκι της τώρα με βάζει να
παριστάνω την τρελή.
Απροπόνητη 
αφήνομαι σε κάτι που καλπάζει σαν τα γιατρικά μου
κόβω τα χαρτιά μου σκίζω τα θαυματουργά μου, μια κρύπτη
είσαι — Grotta Azzura(1) — και κάτι σαν γραμμή χαράζει
 νέα στραβή, κάτι συμβαίνει με το σχήμα αυτό — τρίγωνο
διαβολικό — δεν ζωγραφίζεται.


φάκελος «Μαύρη Μωραλίνα»: νέγρα πέταξε τσάι στο λιμάνι

                                                             ο πόνος μα μωραίνει (2)
                                                                Maurice Blanchot
ήταν μια Χοντρή Πέμπτη(3) , κι ένα στόμα πειναλέο
απ' την Πολωνία (απ' αυτά που γέρνουνε προς Γερμανία).
μπορεί και να 'ταν απλώς ένα μπούτι στην Ελλάδα,
από κείνα που μετανιώνεις που έφαγες.
δεν τρώμε κρέας, παρά μόνο τις άγιες 
«Μαναστατώνης», συστήνεσαι στ' αγγλικά              
«Μαναστατώνη», αποκρίνομαι στα γαλλικά.
γλώσσες-μάσκες' μιλάνε για πολιτισμό με-μέτρο
σου ρουφάω το αίμα με-το- σταγονόμετρο
είν' ευγενείς χειρονομίες, βολεύονται σε ημερολόγια.
την Πέμπτη τρώμε καλά, αλλά το μεγάλο δείπνο
είναι πάντα Κυριακή 
μια μέρα
άγια, ματωμένη.
κάπως έτσι με τα ενάντια,
στα λόγια μπορεί 
και δυο βασίλεια ένα νά — αν η σκιά τους δεν κάλπαζε —
πανικόβλητο κυνήγι για το μαύρο μπούτι, αν ο ωραίος
βασιλιάς δεν ήταν εκεί — αν δεν υπήρχες εσύ — , αν
ένα  khat μες στα δόντια του δεν παραμιλούσε, αν δεν
ήταν μηρυκαστικό, αν βασίλισσα δεν ήταν αυτή
θα μπορούσαμε εγώ κι εσύ. 
μα η νέγρα Μωραλίνα ταλανίζεται, η μαύρη Μωραλίνα
τελαλίζει ποιος αυτόχειρ μασκοφόρος ποιος ιππότης τίνος
πότης να ντυθεί για χάρη ποιας απάτης άσπρη αφρική;




σκηνές από την καθημερινή ζωή σε ανάπλαση μνήμης

η αδελφή μου χάθηκε τον Οκτώβριο του '07.
την αναζητώ σε αναγγελίες θανάτων. 
στ' αλήθεια, είπαν, δεν υπήρξε,
όμως το τζάμι μου όλο τρίζει,
μια στριγκιά φωνή με σέρνει
από το φόρεμα να μπω
μες στο νερό του μαύρου τοκετού της
να γίνω η νοσοκόμα δίπλα της            σε ύπνωση
να γίνω ο άντρας της να την κρατώ    παραλυμένος
μα παραμένω το ασθενοφόρο             που δεν έρχεται
στο τέλος μ' αποκάλεσε φονιά,
το κορίτσι μου τ' ανύπαρκτο Ρεμπώ λοιπόν,
κατάληξη σπουδαία φωνήεντα
της τραγουδώ,
το ίδιο μου το λαρύγγι χύνοντας
«Ε για το λευκό     I για το κόκκινο» (4)
I για το κόκκινο Ε για το λευκό 
κι όλο τραγουδώ
για τούτα τα χεράκια, τα δύο ποδαράκια
και για όλα του κόσμου τα παιδάκια
θυμάμαι πώς,
πώς να τραγουδώ.

σας δίνει το ελεύθερο 

σηκώνω το δεξί, λέω χάιλ στήθος.
κλείνω τα μάτια, λέω χάιλ στόχος.
με τ αριστερό στην κοιλιάς λέω χάιλ σημαία. 
και πυροβολούν αλύπητα,
κανείς δεν με βρίσκει. 
εστιάζουν σε ό,τι λέγεται
— κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό, μπλα μπλα -
και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες. 
εγώ όμως ζω
- χορεύω χάος
με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ' εγώ. 
σ' έναν κάδο η καρδιά μου καίει τα ρούχα της.
για να σώσει η φωτιά της απ' τα δακρυγόνα
ό,τι αξίζει. 
κάπως έτσι αναπνέω.
πώς να το πω απλά; 
μέσα στον κόσμο χάνεις
μόνο νύχτες.


τον θέλω ανελέητο να τρέχει μέσα στη βροχή 

κάποτε συνέβη.
ήρθε σαν ελεημοσύνη της θλίψης
που κοίταξε χορτασμένη το έργο της.
τον ωραίο άνθρωπο,
το πιο θλιμμένο στον κόσμο πραγματάκι,
που δεν έχει κανέναν.
φτάνει αυτό το χάρισμα
να χαρακώσει τα χέρια του  με λέξεις,
σφάλματα δίχως συγχώρεση.
και το μολύβι στη σελίδα
πιέζει-σκίζει-πνίγεται στο τρίγωνο πηγάδι. 
η αγάπη σώθηκε από σαρκοφαγωμένη θλίψη,
το θέαμα θριαμβικό. 
ισιώνει τώρα την κορνίζα, σκουπίζει το γυαλί
και η ανάμνηση γελά.
αρκεί, για λίγο, μια κουβέντα,
χειρονομία μικρή,
φόρος τιμής στην τρέλα
ίσως αρκεί.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 



          Γαλάζιο Σπήλαιο. Ένα φανταστικό θαλάσσιο σπήλαιο στα παράλια του ιταλικού νησιού Κάπρι. Πρώτοι αποικιοκράτες του νησιού θεωρούνται οι Έλληνες. Το εκτυφλωτικό φως που εισέρ­χεται στο σπήλαιο δημιουργεί μια εντυπωσιακή μπλε αντανάκλα­ση. Ίσως έτσι φανταζόταν ο Πλάτων την έξοδο από το σπήλαιο στην Πολιτεία-Ουτοπία του.
2       Maurice Blanchot, Η τρέλα της ημέρας, μτφ. Δημήτρης Δημητριάδης, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1988, σ. 7
3.      Οι Απόκριες στην Πολωνία και στη Γερμανία κατά τη διάρκεια των οποίων καταναλώνονται πολλά γλυκά. Το αντίστοι­χο της Τσικνοπέμπτης
4.        Arthur Rimbaud, «Παραληρήματα II, Αλχημεία του λό­γου», στο: Μια εποχή στην κόλαση, μτφ. Χριστόφορος Αιοντά- κης, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2004, σ. 71.



     










Δεν υπάρχουν σχόλια: