Αγνωσία
Σε γνωρίζω απ’ τη σκιά σου
απ’ τις ρυτίδες της αφής σου
τους υδρατμούς των στεναγμών
το άρωμα της προσμονής
στις τιποτένιες μέρες της αγάπης
Μα σε γνωρίζω περισσότερο
από της λύπης σου τα χρώματα
το εναργές της ερημίας σου φως
του έρωτα τις σιωπηρές λεπίδες
στου σώματος την κόψη
Ώρες μετά… μέρες ή χρόνια
δε θυμάμαι
αν ήσουν φως γυμνό ή πολυάνεμο πέλαγος
δε θυμάμαι
αν νους ενέδωσε ή σάρκα συνετρίβη
δε θυμάμαι…
Βλέπεις
έχει κι η μνήμη το βυθό της
Από την προς έκδοση συλλογή με τίτλο Μάσκα Οξυγόνου
Μικρές νυχτερινές εξομολογήσεις
Μα που χάθηκες;
Πάλι ανοίγω τις πύλες
των θλιβερών μονοπατιών
για να σε ψάξω
χαρά μου
έρχεσαι
………. φεύγεις
έρχεσαι
………. φεύγεις
έρχεσαι
………. φεύγεις
έρχεσαι
ταλαντώνεις τις ώρες μουκι εγώ
αυτάρεσκα βυθίζομαι
στο ερωτικό νανούρισμα
της θλίψης
πέτρα στίλβω
απαστράπτω μελαγχολία
στα μπορώ μου
αναδύομαι
Τα θέλω μου
πλαγιάζουν πλάι σου
απόψε
θα ‘ρθω
………… ανεμίζοντας
………… ήχους απόμακρους
το βασίλειο της σιωπής αλώθηκε
θα 'ρθω
………… όταν
………… στο πυρακτωμένο βλέμμα της νύχτας
………… οι λεπτοδείκτες
………… θα σημάνουν
………… πανσέληνο
Εξόν από άνοιξη
Τίποτε δεν προμήνυε βροχή
Λαμπρές μέρες
λαμπρή νιότη
λαμπρές προοπτικές
Ο μόχθος έμοιαζε
κύπελλο γεμάτο
και η τύχη
ανοιχτή ομπρέλα
με χαμόγελο πλατύ
Το θέρος ήρθε πρώιμα
και οι καρποί
φαγώθηκαν
αγίνωτοι ακόμα
Τίποτε δεν προμήνυε
λίβα σαρωτικό
που πέρασε
κι έκαψε το μικρό χωράφι
Όλα ήρθαν διχασμένα
και στην εκλογή
δεν είχε έφεση
Κι άρχισε να πέφτει
να πέφτει
...........να πέφτει
......................να πέφτει…
Από το βάθος τώρα
κοιτάει ψηλά
κι όλα μοιάζουν
παραλλαγές εποχών
Εξόν από άνοιξη.
Είλωτας
I.
Τα χρόνια
τα δαιμόνια μου
τα έστησα στον τοίχο
Με λέξεις τα βασάνισα
τα κόντυνα, τα τάνυσα
διόλου δεν τα λυπήθηκα
Μελίρρυτος ο πόνος τους
σ’ έναν σατράπη στίχο
Τους μήνες
τους κηφήνες μου
τους χόρτασα με μύθους
Αγάλι η πέτρα το σκοινί
έτρωγε και μ’ επιμονή
ώσπου κοπήκαν’ τα δεσμά
Βαρκούλα μου ακυβέρνητη
στα πέλαγα του πλήθους
Τις μέρες
τις φοβέρες μου
τις άδραξα απ’ το χέρι
Διπλά κι αν τις σεβάστηκα
με κλάματα παιδιάστικα
μου σκάψανε το πρόσωπο
Μικρό το μεγαλείο τους
κι ο ψόγος τους νυστέρι
II.
Κι ήρθες μετά, ήρθες μετά
λίγα λεπτά, αν μετράω σωστά
να μου χαρίσεις φυλαχτά
Με λόγια απτά και διαλεχτά
κυρτά, μεστά, κυματιστά
Μα είχα τα χέρια μου κλειστά
Είχα στ’ αυτιά μου μια βοή
και κρατημένη αναπνοή
Τα χείλη μου ήταν πέτρινα
Τα δάχτυλά μου κέρινα
και η καρδιά μου απούσα
Άγνωστο τι
τέξεται η επιούσα
Vacuum horror
Κρύβονται
Οι πάμπολλες ευγενικές και υψηλές προθέσεις
Οι ανάγκες του ανέφικτου ζην
και του περιζήτητου ευ οι προσδοκίες
Κρύβονται στα όνειρα συνήθως
Κει που το τίποτα μεγαλουργεί
κι επιβιώνει το μακρόν του βίου ό,τι
Πολλές φορές κρύβονται και στα ποιήματα
Παραλλαγές άπληστης σκέψης
καθώς και μνήμες
βίαια αποσπασμένες απ' τα μέλλοντα
Δε λείπουν οι φαντασιωτικές περιπτύξεις
με του παρόντος την ιδιάζουσα λήθη
Και φυσικά οι πόθοι
οι ευρύτατα αξόδευτοι
Ονοματίζουν έναν δικό τους κόσμο
Ωραίο επιλεκτικά αθώο και βουλημικά επαρκή
Αισθητηριακά απολαυστικό ακόμα και στη θλίψη
Και γόνιμο, προπάντων γόνιμο
Όχι ιδανικό μα ηδονικό σε ό,τι χρήζει θάλπους
Και μία των ημερών
αυτονομούνται απροειδοποίητα
και σε κλειδώνουν απ’ έξω
Πώς θ’ αντιμετωπίσεις πάλι
την ξεχασμένη γεύση του θανάτου
Το όνειδος
την ξιπασιά εκείνης της κατάλευκης σελίδας
Τον εαυτό σου
μπρος τον φόβο του κενού;
Από την προς έκδοση συλλογή με τίτλο Μάσκα Οξυγόνου
Το πιο μεγάλο ψέμα
............................................... Στη Χλόη Κουτσουμπέλη
Που θα σε βρω;
Στις βραδινές
της μοναξιάς μου διαδρομές
ή μες τα πλήθη
των πολύβουων καιρών;
Το άηχο βήμα σου
τώρα προσεκτικά πλανιέται
σ’ εκείνα τα παλιά ημερολόγια
Να μην ξυπνήσει ο θυμός
της απουσίας την απόσταση
“Τόση ζωή, για μια στιγμή”
ένα φεγγάρι Αυγούστου
στο προσκέφαλο
Αχ, πόσο το λαχτάρησα
το γέλιο εκείνο
που χόρευε στα μάτια σου
πριν στα δικά μου χείλη
να ξεσπάσει
Έλα λοιπόν
πες μου κι απόψε
τ' αγαπημένο, τ' όμορφο
το πιο μεγάλο ψέμα
νανούρισμα περαστικό
σε νύχτες πλανεμένες
Κι ύστερα φύγε πάλι
σαν το φεγγάρι ολόγιομος
στου Σίσυφου το βάσανο
αιώνια ζεμένος
Λέξεις σε φέρανε
και λέξεις σε ξεχνάνε.
Κόμπος
Ήταν ένα συναίσθημα προδοτικό
Ανήσυχα στο στέρνο συστρεφόταν
Μέρες και μήνες
Αιώνας πολιορκητικός
Κι ήθελε να ‘ναι το φιλί
ήθελε να ‘ναι χάδι
μια λέξη έστω, τρυφερή
ήθελε, ήθελε…
Ένας πολύτιμος μύθος
φυλαγμένος
σε στήθος έφηβο
Ώσπου μια μέρα
-χαριστική ή των δακρύων;-
παράξενα διογκώθηκε
την άνοδό του διακινδυνεύοντας
Μα δεν το χώρεσε
Εκεί σταμάτησε
κάπου στο μέσο
του λαιμού της και της θλίψης
Μόνος και μόνιμος
Σφιγμένος κόμπος
Ρά-θυμος παρατηρητής πετροβολάει φεγγάρια
.............................................Ο θυμός είναι ένα οξύ που κάνει περισσότερη ζημιά
.............................................στο δοχείο που το περιέχει, παρά σε οτιδήποτε χύνεται
.............................................(Mark Twain)
Ναι, θέλω να σε σκοτώσω
Σε σένα μιλώ
και μην κάνεις τον ανίδεο
Και να θέλεις να κρυφτείς
πια δε γίνεται
Σε προδίδουν οι σκέψεις μου
που σέρνονται ανόρεχτα στο πάτωμα
καθώς απομυζάς κάθε μου ικμάδα
Τόσον καιρό σφηνωμένος ανάμεσα
στα δυο πιο ηχηρά φωνήεντά μου
Το πιο μακρύ της ηδονής
μα με το άλλο της ισχύος
με καταδυναστεύεις
Και πάλι κρύβεσαι
δειλέ
Έτσι ήσουν πάντα
Δειλός κι αναπάντεχος
Έπαιζες χρόνια με τη αντοχή μου
να της επιταχύνεις την απώλεια
Κούφιες ιδέες σκάλιζες στα κούτσουρα
για να μακραίνεις τις διαστολές του χάους
και να μικραίνεις τις ρηχές μου πιθανότητες
να ορθώσω το ανάστημά μου στο παρόν
Φόνος ιδιαζόντως ειδεχθής
και προμελετημένος
Με απειλείς με συσσώρευση
κι ηρωικές εξόδους;
Μ’ έναν Άρη κρυμμένο
στα φουστάνια της εγκράτειας;
Χα
Απίστευτη η πονηριά σου
Θα πεθάνεις, πριν τα τοξικά σου
απόβλητα εισχωρήσουν
στη μόνη πια αλώβητη
περιοχή της ύπαρξής μου
Κι ας φθονείς το μικρό μου
ατσάλινο προπύργιο
Μ’ αυτό θα σε συντρίψω
Πλησιάζει η ώρα
Τα μεσάνυχτα οι επιλογές κωφεύουν
Η ηρεμία ανακάμπτει οκλαδόν
κι εγώ χαμογελώ σ’ έναν καθρέφτη
που δεν ράγισε.
Επεισόδιο
Δουλειές του ποδαριού
βαριά στους ώμους η ζωή
κι εσύ χαμόγελο πλατύ
και μαύρα μάτια, μόνο μάτια
κατάστηθα να με καρφώνεις
Ούτε οχτώ χρονώ καλά-καλά
–Πάρε, πάρε ένα κουκλάκι
Δε θέλεις οίκτο κι ούτε αφορμή
της περηφάνιας σου η λάμψη
να ραγίσει
Η άρνηση ν’ αποδεχτώ την ύπαρξη
τόσου άδικου μαζί
μένει μετέωρη
Μ’ ένα ζεστό γέλιο γάργαρης αθωότητας
σαλτάρεις πρόωρα
στον άξενο κόσμο
της σκληρής επιβίωσης
και των χαμένων ευκαιριών
Κόσμο ρατσιστικά ενοχικό στην ευτυχία
Κι όμως ξεκαρδίζεσαι
και χαρίζεσαι…
Σ-πειράματα
Ρίμα το κρίμα με τον θυμό
δεν κάνει· σφιχτό στεφάνι
σ’ άδειο λαιμό. Κι’ ένας πνιγμός
να κρέμεται απ’ το ταβάν
Η εσπέρα, πέρα στα βροχερά
λαγοκοιμάται, δε θυμάται
ποιος ειν' εδώ. Κλαίει γοερά
και μια παντιέρα συλλογάται
Μα εγώ αγαπάω τα σκοτάδια
ψαχουλευτά να δραπετεύω
απ’ τα σημάδια και να γιατρεύω
απελπισίες παροδικές να ημερεύω
με λέξεις χάδια
Μικρό σπουργίτι, παιδί ισοβίτη
αναστενάζει, και χειμωνιάζει
σε μια βραδιά. Μένει του αστρίτη
ο συριγμός, να σε χλευάζει
Μια πεταλούδα κόρη Ιούδα
αχ πως χορεύει, σα να γυρεύει
ένα φιλί. Με ροζ βερμούδα
και λάγνα γέλια, φως παζαρεύει
Κι εσύ μισείς τα αεροδρόμια
σ’ αναμονές αποκοιμιέσαι
και πεζοδρόμια. Κι αναρωτιέσαι
ποιες τροχιές σ’ έχουν ξεχάσει
σ’ ονειροδρόμια.
Μετουσίωση
Χίλιες φορές προσπάθησα
τη λύπη να συντρίψω
και τη χαρά
που κατοικεί εντός μου
ν’ ανασύρω
Εντός και μόνη
Αρνείται
Λύπη… λύση… φύση… φυγή
Θέλει κι άλλα ουσιαστικά
Αναζητά θυσίες… ουσίες… μεσσίες… σωσίες...
Χαρά… χώμα… φτερά…
Θέλει κι άλλη τόλμη
Τα παιχνίδια της ψυχής
με τις περιπλανήσεις του νου
δε συμπλέουν
Σώμα… κώμα… κύμα...
Ήθελα να φτιάξω
χαρά, αίμα, και ψυχή
από λύπη, νερό και σώμα
Αυτές οι βασανιστικές λέξεις
ξελογιάζουν το νου μου
Παραπλανητικές υπεροψίες
σταθμεύουν
στην ταραγμένη μου
αποφασιστικότητα
Θέλει κι άλλο κόκκινο
και που να βρεθεί;
Μια ζωή κυνηγός του γαλάζιου
ονείρου; ουρανού;
Δε θυμάμαι πια
Κι αν δεν ήταν
τόσο μακρινή η υπόσχεση
ή
τόσο εύθραυστη η προσμονή
ίσως να τα κατάφερνα.
Ύλη των θαυμάτων
Εγώ κοιμόμουν του καλού της λήθης
μα αγρυπνούσανε τα όνειρα
απείθαρχα
κι έφτιαχναν μονοπάτια να διαβώ
να ιστορήσω
Κρυφά ακόμα κι απ’ τον ύπνο μου
Εκεί που δύσβατοι ηχούσαν' οι χρησμοί
εκεί που έσπαζε της αντοχής μου
ο κόμπος
εκεί στα ορεινά που δε μ’ αξίωναν
τα πόδια μου τα γυάλινα να φτάσω
Ξυπνούσα ευτυχής τα πρωινά
ανάμεσα σε στοχασμούς και πλάνη
ανακαλύπτοντας απ’ την αρχή
παλιούς και νέους
μικρούς αυτόφωτους πλανήτες
Γκρεμίστηκαν τα όρια του τεχνητού μου κόσμου
Σε μιας παράλληλης ισημερίας το μεταίχμιο
κοντοστάθηκα δειλιάζοντας και σε ρωτώ:
Να προχωρήσω;
Το ‘να κομμάτι μου σε υπέργεια αναταραχή
Τ’ άλλο να βρίθει κορεσμό κι εμπιστοσύνη
στο ερχόμενο
Να προχωρήσω;
Κι όμως
Σε θέση ανατροπής πάλι με τοποθέτησε η αγάπη
Σχήμα κλειστό στέρηση βάρους τ’ όνομά της
Δίνει ζητά και αντηχεί περιεχόμενο
στις σκέψεις και στις πράξεις που την αληθεύουν
Στον έρωτα που την εγκαθιστά
πότε επάνω σε σταυρούς και πότε
στα λαγαρά νερά του εξαγνισμού
Το ήθος και το ύφος της προσωπικό
η αλήθειά της επιχείρημα αστήρικτο
κι η δύναμή της, μια ανεξήγητη αποδοχή
Μη με λυπάσαι που αστοχώ τόσο συχνά
Μάχιμη εσαεί η κληρονομιά μου
Όσα “τετέλεσται” κι αν ξεπηδήσουν
απ’ τα σπλάχνα μου
Έλα θα πω
με αφθονία θέλησης με μόχθο
Έλα
θα ξαγρυπνήσουνε τα όνειρα κι απόψε
και θα μυρώσουν
την αποκαθηλωμένη μας οδύνη
Η αγάπη θα μας εύρει σκεπασμένους
με το κατάλευκο, λινό σεντόνι του αύριο
Κι είθε να γίνει ό,τι ελπίζω
κι ό,τι ευχήθηκα
σε ημέρες τρεις.
Από την προς έκδοση συλλογή με τίτλο Μάσκα Οξυγόνου
Κοιμήσου Έλλη
.......................................................................... αφιερωμένο στη μνήμη
.......................................................................... και στην απώλεια
Η Έλλη δεν θα ξαναμιλήσει
Δεν θα ξανακοιμηθεί στα σκαλιά
κυνηγημένη απ’ τους άγριους αέρηδες
Δεν θα μου ξαναγελάσει πια
μ’ εκείνη την καλοσυνάτη τρέλα της
Η Έλλη απεβίωσε, ετών 68
Το είδα το χαρτί, με τη μαύρη τρέσα
κολλημένο πάνω απ’ τα κοινόχρηστα
που πάλι ξέχασα να πληρώσω
Ήταν σχεδόν όμορφη, ξαπλωμένη αναπαυτικά
κάτω απ’ το μαλακό φως των κεριών
Δυό μακρινοί συγγενείς όλο κι όλο
κι ο παπάς της ενορίας με βλέμμα ανακούφισης
Δεν πλησίασα
Τουλάχιστον τον γλίτωσες τον φετινό χειμώνα
Και που ξέρεις; μπορεί αυτό να ‘ναι
το ταξίδι που σχεδίαζες
Έτσι δεν είναι Έλλη;
Νεκρή άλλωστε, όλοι σε αγαπούν
Κι εγώ, δε θα νυχοπατάω πια
όταν γυρίζω απ’ τα ξενύχτια μου
μη σε ξυπνήσω και τρομάξεις
Κανένας πεθαμένος δεν ξυπνά
Να 'ξερα μόνο, ότι πήρες τη μάλλινη εσάρπα σου
Τι καιρό κάνει άραγε εκεί στον Άδη;
Πόσο θα ‘θελα να μη σε ξεχάσω
μα αδίστακτος ο χρόνος, προχωρά
κι εσύ
από καιρό το ήξερες.
.......................................................................... (09 Οκτωβρίου 2007)
Εραστής της ζωής
Σα να τον βλέπω
Χαμογελαστός, πάντα καλοδιάθετος
γερμένος στο ένα πλάι με το ποτήρι στο χέρι
στο ντιβανάκι της παλιάς μας σάγιας
–τη γκρέμισαν, πάει κι αυτή–
να μας μιλά για ιστορίες του κρασιού
και του μεγάλου πολέμου
Κουτσούβελα εμείς, δεκατρία
Κι όλο θέλαμε
Λίγο κρασί, απ’ το δικό του
Και
“Κυρά Μαρία, τα παιδιά πεινάνε”
Αχνιστοί κεφτέδες
Ιστορίες του κρασιού
Το αμπέλι έμπλεκε στα μαλλιά μας
Ο πόλεμος στους φόβους μας
Ο παππούς ξόρκιζε φαντάσματα
Με το ποτήρι στο χέρι
Έγραψε τον επίλογο
Παρ-άλογα
............ Δε θέλω ειρμό, να θάψω μόνο τις λέξεις μου στις χωματερές του κόσμου
Ποιος είν' εδω; Κανείς δε βλέπει;
Υπήρχες κάποτε
Και θάλασσα ήσουν
και ήλιος
και ομίχλη
και αναπάντεχη άνοιξη
Υπήρχα κάποτε
Ταξιδιάρικο σκαρί
σε ονοματισμένους προορισμούς
λιμάνι ζωή
λιμάνι όνειρο
λιμάνι θλίψη
Ξημέρωσε ακαιρία
Ερημώσαν' οι σταθμοί
Οι έγνοιες
βυθίστηκαν στη λήθη
Ακόμα πιο ξένη αίσθηση
αυτή που με κυκλώνει
Το ξημέρωμα διστακτικό
αναποφάσιστο
Δεν βρέχει, δε φυσά, δεν αναπνέει
Το τέλος, στην αρχή του εφαπτόμενο
χωρίς ενδιάμεσο, χωρίς αποδοχή
Βουτηγμένα τα δάχτυλα στη σελήνη
χαράζουν αφηρημένα σκοτάδια
Ασταθείς οι αναπολήσεις
μετεωρίζονται και μεταμορφώνονται
Ότι ήταν χθες, δεν είναι πια
Μεταλλαγή του πουθενά και του ποτέ
Γεννιούνται τα τυχαία και σκορπίζουν
αντικατοπτρισμοί χωρίς ειρμό
σκάβουν τα σπλάχνα του κενού
με μανία
Ανία
Ερημία
Είναι εκδοχή ζωής;
Ακαιρία
Είναι εκδοχή ανυπαρξίας;
Δανεικοί καιροί προστατεύουν
ό,τι ξεχάστηκε να σβήσει
και ό,τι μέλλει να γραφτεί
πριν σβήσει
Λευκοί ήχοι, συχνότητες άπιαστες
κρούουν την έσω σιωπή
Αναισθησία εναίσιμη
οιονεί παρατάσεις
Ας ξυπνήσει επιτέλους το πρωινό
να σεργιανίσω ξανά τον κόσμο
Κάπου θα υπάρχει.
Διάτρητος και μόνος
Ο ποιητής μοιάζει με πληγωμένο άνεμο. Έναν άνεμο γεμάτο τρύπες. Φυσάει και κανένα καράβι δεν προχωρά. Ούτ’ ένα μέτρο, ούτε μισό κλυδωνισμό. Φυσάει, φυσάει, μέχρι που τα πνευμόνια του στεγνώνουν. Και μόνον εκείνος νοιώθει τον αέρα, που εξέπνευσε. Τριγύρω νηνεμία. Γέλια, χαρές στις παραλίες, βόλτες, μαμάδες σπρώχνουν καροτσάκια, ερωτευμένα ζευγάρια, στην πόλη μποτιλιάρισμα, συναλλαγές στα ύποπτα τραπέζια, αγγελίες, εξαγγελίες, απάτες κι οφθαλμαπάτες. Κι αυτός; Μόνος. Μόνος κι αόρατος. Αόρατος κι αόριστος. Ένας αόριστος γεμάτος τρύπες. Μα ποιος να τις δει; Ποιος θα δει πώς αιμορραγεί ένας αφανής άνεμος; Σέρνεται στις αγορές, στα πάρκα, στα στενά δρομάκια και τα φρεσκοσκαμμένα πεζοδρόμια. Περνάει απ’ τα πάτρια, τα οικεία, τ’ αλλότρια. Ίχνη αναίμακτα, παντού. Σκορπίζει την ψυχή του, τη σκορπίζει και χαίρεται. Χαίρεται και γαληνεύει. Η οικουμενική του ταυτότητα πλημμυρίζει το σύμπαν. Ένα σύμπαν διάτρητης ύλης. Άνεμος ατάραχος χαϊδεύει τις τρύπες του σύμπαντος. Κάποιες νοικοκυρές καθαρίζοντας τις αυλές, μαζεύουν τα ξερά φύλα σε σωρούς και τα καίνε. Καίνε τις νοσταλγίες του και τον αφήνουνε γυμνό στην αδυσώπητη μνήμη. Μνήμη, που τρέφει το παρόν και απαιτεί τροφή από το μέλλον. Πώς να σκαλίσει τώρα τα παλιά του υλικά, να επιδιορθώσει τους ιμάντες της βραδυπορίας του; Χώνεται βιαστικά στο συμβατικό του σώμα και υποτάσσεται. Εκεί, απόλυτα προφυλαγμένος, θα τραγουδήσει πάλι τον προορισμό του αίματος.
Από την προς έκδοση συλλογή με τίτλο Μάσκα Οξυγόνου
Ναϊάδες
Τις είδα πάλι τις ξωτικιές, εκεί στη μαύρη λίμνη
Σε ξέφρενο χορό ν’ αφήνονται
Στα φυλαγμένα ιερά των μυστικών πηγών
με τους απανταχού απόντες
Μ’ ένα άηχο πάφλασμα, ανεπαίσθητο σχεδόν
-σε μέθη πρόωρου βαπτίσματος-
οι αρμονικές της δόνησής τους
επιφανειακά μεταβληθήκανε και χάθηκαν
κύκλους διαγράφοντας ερωτικής ακολουθίας
Ομόκεντρα αρμενίσανε τη νύχτα τους, μα ανήσυχα
μέχρι τις ακανθώδεις όχθες του συνειδητού
Με τα αιθέρια κάλλη τους, τα άμορφα
ανήλθαν αλαλάζοντας
στο ένα και μόνο φως του φεγγαριού
Άτρωτες έμοιαζαν
ωσάν πορεία αναπόφευκτου
σε τροχιά ελεγχόμενου κινδύνου
Δεν είναι βλασφημία στους ανθρώπους
να στέλνουν οι θεοί τέτοιες προκλήσεις
με τη μορφή οπτασίας υδάτινης και πόθου σκοτεινού
Kατόπιν, να περιφρονούν αυτούς που ενέδωσαν
βυθίζοντας στα σπλάχνα τους μεγαλειώδη τρέλα
και τόση, τόση ακούσια φυγή
απ’ τις θνητές μα κι αναγκαίες τους δυνάμεις
Κι αν γεννηθήκαν ήρωες από κείνες τις ενώσεις
ή ποιητές ή και σοφοί ακόμα
ήτανε μήπως του θανάτου εξαιρετέοι;
Μη μου μιλάτε πια, θαρρώ ξημέρωσε
Αυτές, στα μαύρα βάθη τους χαθήκανε
και μ’ άφησαν εμένα εδώ, μονάχο περιβόλι
Αυτάρκες μεν, αλλά χωρίς πρωτόπλαστους
χωρίς καμιά, καμιάν αμφιβολία
Δίχως ανάγκη πια για επανάσταση
χωρίς καν έρημο
μα ούτε κι ερμηνεία.
Η Στέλλα Γεωργιάδου γεννήθηκε το 1966 στη Χαλκιδική. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΑΠΘ και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Διατήρηση Ιστορικών Μνημείων και Πόλεων στο KUL του Βελγίου. Από το 1996 ζει και εργάζεται μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Με τη συγγραφή ποιημάτων ασχολήθηκε συστηματικά τα τελευταία πέντε χρόνια. Πολλά ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί στο διαδίκτυο, στο ηλεκτρονικό περιοδικό Στάχτες και στις λογοτεχνικές ιστοσελίδες, Περί-γραφής, Περισυναγωγή διαδικτυακής ποίησης και Λογοτεχνικό καφενείο. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικό περιοδικά Εντευκτήριο, Εμβόλιμον και Παρέμβαση. Υπό έκδοση βρίσκεται και η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο, Μάσκα Οξυγόνου.
4 σχόλια:
με το καλό να βγει η συλλογή της!
καλησπέρα σου Αντρέα!
Καλησπέρα Βίκυ, ευχομαι κι σε σένα ν βγάλεις την επόμενη συλλογή σου.
Εκτιμώ πολύ τη Στέλλα Γεωργιάδου και την ποίησή της. Ελπίζω σύντομα να εκδοθεί η πρώτη της ποιητική συλλογή γιατί ξέρω ότι έχει ποιήματα για περισσότερες.
Κάτι μου λέει ότι, όσο οξύνεται η κρίση, τόσο πιο δυνατά ποιήματα θα γράφονται. Πιθανολογώ ότι θα δούμε μια αναβίωση της «κοινωνικής ποίησης» ή «ποίησης της κοινωνικής αγωνίας» ή «στρατευμένης ποίησης».
Νομίζω Τόλη μου, η ποίηση της κοινωνικής αγωνίας είναι πολύ πετυχημένος όρος και εκφράζει τη σημερινή πραγματικότητα που βιώνουμε.
Για τη ποίηση της Στέλλας συμφωνούμε και περιμένουμε τη πρώτη της συλλογή.
Δημοσίευση σχολίου