Ένα τεράστιο
«αλλά»
άπλωσε
εξεταστικά
τα μεγάλα του μάτια
στο χαρτί.
Ο αντίλογος
ξενιτειά
Ξένη κι η
πατρίδα
κι έφυγα ξανά
κι όλο φεύγω
να μη νιώσω τον
ξενιτεμό
κι όλο ψάχνω
μια πατρίδα
ένοικος
Διαμένω με
ενοίκιο υπακοής
σε συμβόλαιο
πειθαρχίας
κι όρους
κύρτωσης τραχήλου.
Πόσο
κοστολογείται η σιωπή μου;
το κουμπί του Γαλαξία
Κι εγώ που
ψάχνω πάντα αποδείξεις
σαν άπιστος
Θωμάς,
πώς είναι το
κουμί του Γαλαξία;
Έχει τη γεύση
απ' το κλεμμένο
γάλα
που βύζαξε ο
Ηρακλής κρυφά
απ΄ το βυζί της
Ήρας;
Πού θα φυλάξεις
τέτοιο θησαυρό
που -μια νύχτα
με φεγγάρι-
σε τίμησε το
σύμπαν;
πύρωμα
Χλωροί κορμοί
κορμί ξερό
πώς να
πυρώσουν;
Στριφτός χορός στον ελαιώνα
Δάσος κλαδιά
αναμαλλιασμένα
πάνω σε
στριφτούς κορμούς
ξεφλουδισμένους
έλκουν το νέο
φως
που οι ρίζες
δεν αντέχουν,
μα όλο διψούν,
τρυπούν και
πίνουν το σκοτάδι.
όνειρο
Κατέβαινα,
λέει,
μια πράσινη
κουρτίνα
χωρίς πόδια
μια κάθετη
πτήση
με τα χέρια να
σφίγγονται
σ’ αυτά που
άφησα
τα μάτια να
ψάχνουν
ένα ανύπαρκτο
πάτωμα.
Στα μέσα της
πτώσης
ένα ξ άφησε τον
ύπνο.
μύθος
Τον κοίταξα
κι ήταν μικρός
πολύ
χωρίς κουβάρι,
αλλά το φως που
ανέτελλε
πέρα απ’ το
βλέμμα του
τον έδειχνε
πανύψηλο.
«Τα τέρατα
πρέπει να πεθαίνουν»
είπα
και του ‘δωσα
την άκρη της καρδιάς μου.
Την πέρασε μέσα
από άγνωστες καμπές
την τύλιξε στα
σκοτεινά του πάθη
κι όταν μού
έδωσε το μίτο πίσω
ήμουνα μέσα του
αιχμάλωτη
κι αργότερα
κοιμώμενη κι
εγκαταλελειμμένη.
Δεν ήξερα πως
απ’ τα τέρατα
τον άνδρα –
μύθο έπρεπε να σκοτώσω πρώτο.
Λύκε, λύκε, είσ' εδώ;
Το κοριτσάκι
όταν τριγυρνά
στο δάσος
δε φοβάται πια
το λύκο
εκείνος χώθηκε
μόνιμα πια
στα σπλάχνα της
και βάφει
κόκκινα τα ρούχα της.
νόστος
Όπως και να τη
λένε,
Ιθάκη ή Αμοργό,
πατρίδα δεν
υπάρχει∙
χαραγμένος
μόνο
στους χάρτες
του μυαλού
είναι ο νόστος.
μποτίλια
Ρίχνεις απανωτά
μποτίλιες
Κι όμως
δεν άνοιξες
ποτέ
ούτ’ ένα μήνυμα
απ’ όσα το κύμα
ξέβρασε
στη δική σου
παραλία.
ερείπια
Σε ζέστη υγρή
αχνίζουν
μάρμαρα θαμπά.
Απρόσιτο
το άγγιγμα της
ίασης
του Ασκληπιού.
Οι σκόρπιες
ψηφίδες του ναού,
τα λεηλατημένα
μέλη
καρφωμένα
στο χριστιανικό
ναόπιο πέρα.
Γκρεμισμένοι
θεοί,
ο ένας μες στα
ερείπια του άλλου.
Κι οι άνθρωποι
ψάχνουν
στους θεούς
τα ερείπιά
τους.
Πύργος Μύρτου
Χοντρά κόκκινα
βότσαλα
που κράτησαν το
χρώμα τους
στου χρόνου το
υπόγειο σκοτάδι
Φτάνουν ως το
γκρεμό
πάνω από τη
θάλασσα
και συνεχίζουν
ως τη χρυσή
γραμμή του ήλιου
Άφησε στην
πλάτη μου
την καμπυλωτή
τους ζεστασιά
ο πόθος μου
να ενωθώ μαζί
τους,
ν’ αγγίξω
πέλματα
που βάδισαν
επάνω τους,
να πάω παραπέρα
τη γραμμή του χρόνου.
άγνωστος
Δεν τόλμησα να
κινηθώ ή να μιλήσω.
Έμεινα να βλέπω
στα κρυφά
το χρώμα στο
πουκάμισο,
τη στάση στην
καρέκλα,
την έρρυθμη
αναπνοή.
Φαντάσματα της
σκέψης
οι ανισόρροποι
δρόμοι των χεριών στο σώμα
το χνούδι
υγρασίας στο επάνω χείλος
η αναστροφή στο
βλέμμα
η ανάσα
παραλήρημα.Κι άρχισα
να ράβω τις
εικόνες,
να δένω το
χρώμα με το άρωμα,
τον ήχο της
αναπνοής με τις κινήσεις,
να μπαίνω
τελικά η ίδια στην ταινία.
Δε σκέφτηκα να
μάθω όνομα
Μου άρκεσε η
αναπνοή.
δικαιοσύνη
Δεν αγάπησες
παρά τον εαυτό σου.
Δε σ’ αγάπησε
κανείς.
Δίκαια η
ανταλλαγή.
Σιωπή πάνω απ’
το το φέρετρό σου.
Νεκρική σιγή
ένθεν και
ένθεν.
φως
Φως
γαλάζιο
κρύσταλλο
σφίγγει το
σχήμα
ζυγίζει την
ύπαρξη.
Φως λυγερό
μ΄ ανάσταση και
θάνατο
ευθυγραμμίζεται
στην όψη μου,
καράβια
ταξιδεύει τις ανάσες μου.
Την ώρα που
πλάθει τις σκιές
με κόβει
δαντέλες
και με
σκορπίζει στους ανέμους.
Οι αυγές
πηγαινοέρχονται,
το φέγγος με
διχάζει.
Το μεσημέρι
μόνο
χάνω τη σκιά
μου.
Λευκό φως
κάθησε παντού
κι ακόμη δεν
ξαπόστασε.
στο χρώμα του πηλού
Άνθρωπος
στο χρώμα του
πηλού
κυβερνά
το δοιάκι των
στίχων
με τις αναπνοές
των λέξεων
στα διάσελα της
σκέψης
συνταιριάζοντας
ασύνδετους
σπονδύλους νοημάτων,
πριν να δοθεί
ξανά στη σκόνη.
Τι απομένει
απ’ την ύλη
σου;
Μια μικρή
όχληση
στο μέγεθος
ανάμνησης,
όπως ο ήχος
που αφήνει ο
άνεμος στη χλόη
στο μπόι της
θερισμένης καλαμιάς,
λάσπη με την
πρώτη βροχή της λήθης.
Σβουνιά και
χαμομήλι
λίπασμα για
νέες γέννες.
Αργότερα
θα σκάψουν κάτω
απ΄ τις πέτρες
στα μέτρα της
συγκίνησης
αυτό που κάποτε
υπήρξες.
Πηνελόπη
Άφηνα την οργή
να κρυώνει στο παράθυρο
τις ώρες που
κοιτούσα μόνη
τον Τηλέμαχο ν’
αντρώνεται,
όταν εσύ τη
δόξα καρπωνόσουν
για το ξύλινο
άλογο στην Τροία,
κι έπειτα
ήθελες άγνωστα νησιά να κατακτήσεις.
Μετρώντας τις
ρυτίδες που πληθαίναν
ένιωθα τον πόθο
στο κορμί των νεαρών ανδρών.
Μόνη έκλαιγα
στο κρεβάτι μου τις νύχτες
πάνω στο
σταθερό του πόδι.
"Όταν θα
'ρθεις,
δε θα με βρεις
εδώ
πιστά να
περιμένω"
έλεγα μέσα μου
μέρα με την
ημέρα.
Κι έτσι
Σιγά - σιγά
περάσαν
είκοσι
χρόνια...
σώμα
Απ ‘ την
ανυπαρξία
βρέθηκες
σε δίνες και
περιδινήσεις μες στη μήτρα.
Μετά το
κατηφόρισμα απ΄ τους λαγόνες
αφέθηκες στο
τρυφερό γώνιασμα των αγκώνων
κι έπειτα
πηδώντας από την αγκαλιά
είπες να
ευθυγραμμίσεις το σώμα με τη γη,
αναζητώντας
διαρκώς ισορροπία,
ώσπου έμεινες
ακίνητος
σε μια
παραλληλία μέσα του.
Ο δίσκος της Φαιστού
Σ' έφερε
στη δίνη των
καιρών
μια πτήση σου
στους κύκλους
των μαιάνδρων.
Πεσμένα ακόμα
τα φτερά σου
βυθισμένα
στο χώμα του
πηλού.
Σκυμμένοι απάνω
σου
οι τεχνικοί
μετράνε τις
αναπνοές,
τους χτύπους
της καρδιάς,
μέσα από μισόλογα,
φράσεις κοφτές
μιας άγνωστης γλώσσας
που ψελλίζεις.
Νεκρός ο
μουσικός
κι εσύ ακόμα ν΄
απαντήσεις.
Και μένουν
αδιάβαστες
οι μουσικές,
ο ύμνος
κι οι ψυχές.
Κι όμως,
μια πτήση
καλοτάξιδη
ήθελες να
κάνεις.
αρχαίος χορός
Τη νύχτα
στο φως των
λυχναριών
χορεύεις
πίσω απ’ τις
κολόνες
με τα δελφίνια
και τους αστερίες
στους ελιγμούς
του μαίανδρου.
Πώς να φτάσω
κάτω απ’ τα
ερείπια
το χέρι που
μ’ απλώνεις
στο χορό σου;
Βοηθήστε,
διασώστες των
καιρών…
Ελένη
Οι γέροντες
έδωσαν άφεση
στο βλέμμα,
στο χρώμα των
μαλλιών
και τη λεπτή
μου μέση.
Πίσω απ΄ τη
μπόλια
κανείς δεν είδε
τις ρυτίδες.
Στου Πρίαμου τα
παλάτια
για το κρεβάτι
ενός δειλού
χαράμισα
την ομορφιά μου
Εκάτη
Η Εκάτη
έτριψε τις
στρογγυλές καμπύλες της
στα δαντέλες
των σύννεφων,
που κοκκίνισαν
ηδονικά
κρύβοντάς
την
στις ανάερες
πτυχώσεις τους,
ν΄αργήσει να
χαθεί στο χρόνο.
ψίχουλα
Μαζεύω τα ψίχουλα
κάτω από
το τραπέζι των λέξεων
μαγιά για το
δικό μου δείπνο
κόκκος
μικρός
Το σώμα μου
-είδωλο των
άστρων-
κόκκος μικρός
πανάρχαιας σκόνης.
Μέσα μου
διασταυρώνονται
οι δίνες των
καιρών
πλασμένες
από θεό και λάσπη.
Τα χέρια μου το
φτυάρι για την άβυσσο,
τα μάτια
μου σήραγγα προς το σύμπαν,
με προσδοκία να
γευτώ
την ηδονή του
αιωνίου.
φλέβα
του εφήμερου
H γνώση
αγκομαχεί κάτω από τα ερείπια,
εκεί που
πάλλεται η φλέβα του εφήμερου
ψάχνοντας τον
Αχέροντα
που ανεβάζει
στην αιωνιότητα.
λέξη
Κρατούν μολύβι
και -χωρίς
αναισθητικό-
τη χαράζουν
ξαπλωμένη
στο χειρουργικό
τραπέζι της γραφής
να χυθεί απ’ το
κορμί της
λίμνη
το νόημα που
έπηξε μες στους αιώνες.
πουτάνα
Πουτάνα σκέψη
όπου θέλεις
γδύνεσαι…
αντάξια;
Θαμμένη
κάτω από τόνους
φερτών υλικών
θα περιμένω τον
αρχαιολόγο μου.
Ποιος ξέρει
αν θα φανώ
αντάξιά του.
κατάδυση
Η σκέψη
τυλιγμένη το
ένδυμα των λέξεων
καταδύεται στο
χρόνο τους
υποδυόμενη
το
σημαινόμενον.
5 σχόλια:
Αγαπητέ μου Ανδρέα, σ' ευχαριστώ πολύ για την τιμή να παραδώσεις τα πρωτόλειά μου στην ΠΝΟΗ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ.
Ανδρέα μου,
Σου εκφράζω τα ολόψυχα συγχαρητήριά μου και γι' αυτή σου την ανάρτηση.
Υπέροχα, στ' αλήθεια, ποιήματα!
Είδωλα του ήλιου, ολόφωτα, στην απέραντη θάλασσα της ποίησης...
Φιλικά.
Γιόλα Α. - Π.
Αν αυτά είναι πρωτόλεια, πολύ θα ήθελα να δω τη συνέχεια.
Νομίζω ότι το κύριο χαρακτηριστικό της Μαρίας είναι ότι η ευφυία της δεν αφαιρεί τίποτα από την ποιητικότητά της. Μάλλον συμβάλλει σε ένα καλύτερο αποτέλεσμα. Μπράβο λοιπόν, Μαρία, και μπράβο, Ανδρέα.
Γιόλα, Τόλη χαίρομαι που σας άρεσε η ποίηση της Μαρίας.
Η Μαρία είμαι σίγουρος ότι θα έχει μια καλή συνέχεια.
φαίνεται ότι τ αγαπάς...εκπληκτικά!!
Δημοσίευση σχολίου