23 Μαρ 2010

Ενύπνια θανάτου






στην Ευτυχία Μαραγκουδάκη,
τη μητέρα μου

α' ’

Μην κάθεσαι κοντά μου, φώναξα,
μα Εκείνη πάνω μου
γραπώθηκε με τρόμο.
Ήταν μια ρημαγμένη δεκαεξάχρονη
σαράντα χρόνια σταυρωμένη απ' τη ζωή
σαράντα σταυροβελονιές κεντημένη
σαράντα μέρες ήδη περασμένη
απ' τη βελόνα της κρίσεως
ή κάμηλος αυτή πού φτύνει με θυμό
την έρημο από μέσα της.

β'
Αν Σε θυμάμαι
γιατί κλαις;
Κλαίω γιατί κλείσαμε
πίσω μας απότομα
όλες τις εκδοχές
κλείσαμε κείνη την ασήκωτη
σημαδεμένη μ' αίμα πόρτα
και δεν περνούνε πια
οί αναμνήσεις
να μας τρελάνουν
τούς ονειρόφρακτους.

γ'

Όσο ζούσα μου φερόσουν
σα να 'μουν πεθαμένη.
Δεν βλέπεις πόσο
προτού πεθάνω πέθανα
και τώρα ζω απ' το θάνατο;

δ’

Όπως μια φάλαινα πού εξόκειλε
χωρίς επιστροφή
άνοιξε μια στιγμή
το μάτι και μας κοίταξε
μαζεύοντας ότι αγαπούσε πάνω μας
ότι είχε μείνει ανέπαφο
απ' το μαρτύριο.

ε'

Θα περάσει κι αυτό, μουρμούριζε
στον τάφο κατεβαίνοντας.
Θα περάσει σαν σύννεφο
αιφνίδιο ρίγος ή έρωτας
τού Μάρτη μπόρα.
Θα περάσει.
Όχι γιατί περνά ή αρρώστια
μα γιατί έχουμε εμείς περάσει
χιλιάδες χρόνια τώρα
έχουμε φύγει από τα σώματα
φιλοξενώντας δίχως όρεξη
έναν αδικαιολόγητα εγκάρδιο
ξένο μέσα μας.

στ'

Δαγκώνει πάλι ό ουρανός
δαγκώνει ή γη
τεράστια.
Ανάμεσα κουκκίδα
ή μοναξιά Της
ανέσπερη
μακάβριος κόκκος χώματος
χωρίς ελπίδα χλόης.

ζ’

Ύστερα πώς μεγάλωσε
έγινε μιά καινούρια χώρα
πλημμύρισε μιά νέα θάλασσα
παλίρροια των δακρύων
στα σιντεφένια μάτια Της
όταν το πένθος αποσύρθηκε
στην άμπωτη των στεναγμών
ταφόπλακα το στήθος μου
Την έκλεισε.

η’

Να με φυλάξεις.
Από τη δίστομη κλεψύδρα χέομαι
κι από τις δυο πλευρές στο χάος
ή διάττουσα
πλημμύρισα
με ψήγματα αστεριών.
Κι απ' την ανεστραμμένη κύλικα
κρασί το αίμα μου κυλά
μεθά τούς βασιλιάδες.

θ'

Πάλλομαι ανήμερο παλμό
ήχους ανεξιχνίαστους
σκορπίζω στο αχανές
ότι δε μίλησα όσο ζούσα
τ' ατίμητα, τ' ανείπωτα
τα ξοδεμένα από συνήθεια
ηχώ κι αποκοιμίζω την αλήθεια
όλοι να ονειρευτούν.
Έγινα ή χορδή τού σύμπαντος.
Πάνω μου παίζουν οι άγγελοι
τις νύχτες των ανθρώπων.

ι’

Μιλώ μα δεν ακούγομαι.
Έσπασε ο λόγος
οι φράσεις θραύσματα
μπουκώσανε το στόμα
ρουφήχτηκαν εντός μου
στροβιλίζονται
χτίζουν ιλιγγιωδώς το φράγμα
της πιο σκληρής Σιωπής.

ια'

Μόνη Την άκουγα στην ερημιά
την Εκλεκτή του θρήνου.
Μαύρο μαντίλι στο λαιμό
φθινόπωρο αναπόδραστα
σημαδεμένο
στο σώμα Της
ή καρτερία ανάβρυζε
όλα να ποτιστούν.
'Αν ξεραθεί το κυπαρίσσι πάνω Της
μή μαραθούν οι ευμενίδες μέρες
Νοέμβριο καιρό.

ιβ'

Είναι μακριά ή Ανάσταση
και Συ μού λείπεις τόσο.

ιγ'

Μη φεύγεις.
Μού χρωστάς ακόμα
ένα νανούρισμα
δυο μαγικά ταξίδια στο διάστημα
ένα ήρεμο φθινόπωρο
μιά επιστροφή στη μήτρα.
Κι ύστερα απ' όλα αυτά
να είμαι πάλι εγώ
μαζί με Σένα
χώρια.

ιδ'

Τραβάτε να Την ανεβάσουμε
ξανά στο φως
τραβάτε το σχοινί το λώρο
τις ψαλμωδίες.
Σα να μην άρχισε ποτέ
ή γέννηση
ή δέηση αύτη
ούτε ό λυγμός πού έσκαψε
το αμίλητο πηγάδι μέσα μας
κι αργά αργά Την πνίγει.

ιε '

Αργεί ή εκτέλεση.
Ορχούνται τελετουργικά
τα περασμένα ολόμαυρα
ακούγονται στα πέτρινα πλακάκια.
Αναγνωρίζω πάλι τ' ανοιχτά
παράθυρα τα μάτια
περίεργων περαστικών.
Ανάμεσα περνάς Εσύ
χρωματιστή μοιραία
περνάς ανάμεσα στους ξένους
οικεία τόσο πού πονά
το στήθος μου
περνά το σύνθημα ξυστά
μ' αγγίζει μόλις
«Πυρ! Αγαπήστε Την».

ιστ'

Επειδή Σ' αγαπώ
δεν υπάρχεις.
Ορίζεις μιά καινούρια διάσταση
θαμμένη Εσύ
ανήλιο μυστικό τού κόσμου
έξω από μένα
μη Σε βρουν
κι αλλάξεις.

ιζ’

Δεν θέλω να μεγαλώσω.
Είμαι έντεκα χρονώ
μυρίζει Κυριακή και ζυμωτό ψωμί.
Δεν θέλω να ξυπνήσω
μη μου χαθεί το ατίθασο παιδί
με τη δροσιά του ονείρου.
Ποιος ίσκιος ποιά σιωπή
το γέννησε
χλωμό από το ποίημα
με σύνορο την παρουσία;

ιη’

Κι αν στην κουρτίνα φύσηξε
η προδοσία τού πρωινού
ο αέρας ήξερε.
Κανείς δε θ' άγγιζε τον ύπνο
κανείς πριν τ' όνειρο
λαλήσει τρεις φορές.

ιθ'

Πώς όλοι ξαφνικά οι νεκροί
πάντα νεκροί κοιμούνται
στους κόρφους των αγγέλων
και στα κλεφτά
γλιστρούν στην άβυσσο
στα μάτια μου της θάλασσας
πλέκουν το μαύρο φώς
αλίπλοες ανεμώνες
βράδυ πρωί βαθύτερα
βουλιάζουν στο δικό μου
βυθό ανένδοτο
με τούς κρουνούς της μνήμης
βρυχώνται, βρέμουν, βρέχονται
οι δύσκολοι νεκροί.
Νεκροί ακόμα
πού δεν πίστεψα
σε θάνατο.

Ελένη Μερκενίδου

Από τη συλλογή Νύχτες μέσα στη νύχτα (2009)

1 σχόλιο:

Elli K. είπε...

Και χθές που διαβάστηκε στην εκδήλωση στο Εντευκτήριο μονολόγησα την ίδιες λέξεις "ένας αριστούργημα που πονάει σαν παλιά ή μελλοντική πληγή!" Και ποιός πραγματικά ήθελε να μεγαλώσει κι ας έπρεπε Ανδρέα μου... και ευτυχείς αυτοί που η παρουσία της μάνας τους πρώτα απ'ολα (πέρα απο καθε προσωπικη τους επιλογή ή άρνηση) τους επιτρέπει να νανουρίζονται στην αθωοότητα τους!